Ο διαγωνισμός τραγουδιού Eurovision αποτέλεσε την έμπνευση για τον Χρήστο Τσανασίδη να μελετήσει την ιστορία αυτού του δημοφιλούς θεσμού και να συγγράψει το βιβλίο του με τίτλο Διαγωνισμός τραγουδιού Eurovision και λαϊκός πολιτισμός. Ανθρωπολογική -Λαογραφική μελέτη (1989-2017), όπου γίνεται μία ανθρωπολογική και λαογραφική προσέγγιση του θεσμού και δείχνει πως συνδέεται με τον λαϊκό πολιτισμό και τον άνθρωπο.
Ο Χρήστος Τσανασίδης μίλησε στο cosmomag.gr για το βιβλίο του και την πορεία του μέχρι η αρχική ιδέα να γίνει πράξη.


Τίτλος του βιβλίου: Διαγωνισμός τραγουδιού Eurovision και λαϊκός πολιτισμός. Ανθρωπολογική -Λαογραφική μελέτη (1989-2017), εκδ. Αντ Σταμούλη, Θεσσαλονίκη
Τι σε ώθησε να ερευνήσεις και να ασχοληθείς με αυτό το ιδιαίτερο θέμα;
Παρακολουθώ και αγαπώ τον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ως μαθητής της Ε΄ τάξης του Δημοτικού, έβρισκα σ’ αυτό το ετήσιο τηλεοπτικό πρόγραμμα εκείνες τις εικόνες των προηγμένων χωρών της Ευρώπης που δεν μπορούσε να παρέχει -παρά μόνο μέσω των εικόνων του- το σχολικό εγχειρίδιο για το μάθημα της «Γεωγραφίας Ευρώπης». Όλο το τελετουργικό του διαγωνισμού με τις επιμέρους πρακτικές του, τις cartes postales, (τα φιλμάκια πριν την εκάστοτε εθνική μουσική εκπροσώπηση) τα εισαγωγικά ή τα διαλειμματικά -πριν την ψηφοφορία- δρώμενα (Introduction και interval acts) με γοήτευαν πολύ και με ταξίδευαν νοερά σ’ όλη τη Γηραιά Ήπειρο. Τη γοητεία αυτού του νοερού ταξιδιού στις ευρωπαϊκές χώρες συμπλήρωνε και η μουσική ποικιλία των «τρίλεπτων εθνικών παραστάσεων», το μωσαϊκό των αντιθέσεων, η υπερβολή, η ανάμειξη ετερόκλητων στοιχείων της κοινής (lowbrow) κουλτούρας και του «κιτς», τα οποία κάθε συμμετέχουσα χώρα επικαλούνταν και συνεχίζει να επικαλείται για να αυτοπαρουσιαστεί καλλιτεχνικά στη σκηνή και να πείσει το κοινό για την αρτιότητα της τραγουδιστικής ερμηνείας της ώστε να επικρατήσει των άλλων εθνών-κρατών που συμμετέχουν και να κερδίσει το πρώτο βραβείο.
Όταν αργότερα ήμουν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά κάποιους από τους φανατικούς φίλους του συγκεκριμένου μουσικού διαγωνισμού. Με τη μεσολάβηση αυτών υπήρξα μέλος στην εθνική επιτροπή για τη Eurovision 1997, σε στούντιο της ΕΡΤ. Ήταν μεγάλη η ικανοποίησή μου καθώς έζησα εκ των έσω, τη διαδικασία με την οποία οι εθνικές επιτροπές των ευρωπαϊκών χωρών εκφράζουν και ψηφίζουν την προτίμησή τους για το καλύτερο τραγούδι.
Αργότερα, όταν ξεκίνησα να εργάζομαι και είχα την απαραίτητη οικονομική ανεξαρτησία, το να παραβρεθώ επί τόπου, στην αρένα του διαγωνισμού, εν τη γενέσει του γεγονότος, κατέλαβε, ως στόχος, μια από τις πρώτες θέσεις στη λίστα των προτεραιοτήτων μου. Έτσι, καθώς (θέλω να πιστεύω ότι) πιθανό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης είναι η επιθυμία για το καλύτερο και το περισσότερο στη μάθηση, την ευρύνοια, την προσωπική ανάπτυξη και τη διεύρυνση των οριζόντων, πέρα από την αυλή του σπιτιού ή τα εθνικά σύνορα, με όλες τις συγκυρίες ευνοϊκές για την επίτευξη του στόχου μου, βρέθηκα για πρώτη φορά με τους φίλους της Γιουροβίζιον στην αρένα του διαγωνισμού, το 2001, στην Κοπεγχάγη και συνέχισα να παραβρίσκομαι -με ελάχιστες απουσίες- κάθε χρόνο ως παρατηρητής. Για την παρουσία μου στην καρδιά της μουσικής γιορτής της Ευρώπης βοήθησε και η μακρά παραμονή μου στο Βέλγιο, λόγω εργασίας.
Πιο πρόσφατα, όταν τελείωσα τις μεταπτυχιακές σπουδές μου στη Λαογραφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η πολυετής εμπειρία μου στη Eurovision, από… παιδική αγάπη ή εφηβικό χόμπι… μέχρι μέλος της εθνικής επιτροπής και θεατής στην αρένα σε πολλούς διαγωνισμούς, δεν ήταν δύσκολο να έρθει στο προσκήνιο για να το προτείνω ως θέμα διδακτορικής διατριβής. O διαγωνισμός τραγουδιού της Eurovision έμοιαζε να ήταν πάντα εκεί και να με περίμενε να τον μελετήσω, να τον παρατηρήσω διεξοδικά, να τον συγκρίνω με άλλα όμοια πολιτιστικά φαινόμενα και να κάνω αναλύσεις και προσεγγίσεις -μέσα από την κοινωνικο-ανθρωπολογική και σύγχρονη λαογραφική, πλέον, οπτική- για τη σχέση του με τον σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό ο οποίος έχει τις ρίζες του στο λαϊκό/folk και παρά τις επιδράσεις των Μέσων και τον καταιγισμό του από τα στοιχεία της νεωτερικότητας, εξακολουθεί να αποτελεί την υποδομή όλων των εθνικών ευρωπαϊκών πολιτισμών.
Εξάλλου, ένα διδακτορικό είναι επιτυχημένο όταν το θέμα του, η «θέση» του ερευνητή, έχει πρωτοτυπία. Στην απόφασή μου να προτείνω ως θέμα διδακτορικής διατριβής τον μουσικό διαγωνισμό της Γιουροβίζιον και τη σχέση του με τον λαϊκό πολιτισμό με παρώθησε και το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν έχει γίνει κάποια εκτενής και εμπεριστατωμένη επιστημονική μελέτη του συγκεκριμένου πολιτισμικού φαινομένου και η βιβλιογραφία είναι ελλιπής. Οι εργασίες με θέμα τον διαγωνισμό τραγουδιού είναι ελάχιστες γι’ αυτό και για τη μελέτη μου βασίστηκα κυρίως σε ξενόγλωσσα άρθρα και δημοσιεύσεις στο διαδίκτυο από ξένους μελετητές του διαγωνισμού. Άντλησα υλικό από τους διαγωνισμούς τραγουδιού που παρακολούθησα ενδελεχώς στον διαδικτυακό τόπο Youtube αλλά και από το προσωπικό μου αρχείο και την προσωπική μου εμπειρία και γνώση που αποκόμισα ως πλήρης παρατηρητής στην καρδιά του γεγονότος.
Ποια ήταν τα πιο παράξενα και ιδιαίτερα που σε εντυπωσίασαν στην πορεία;
Πολλά ήταν τα παράξενα και ιδιαίτερα που με εντυπωσίασαν στην πορεία της έρευνας. Θα αναφερθώ όμως σε δύο πράγματα από τα πιο «παράξενα» που με εντυπωσίασαν. Το πρώτο ήταν η αντίδραση των γνωστών και φίλων όταν στην κουβέντα αναφερόταν ότι ως υποψήφιος διδάκτωρ πραγματεύομαι τον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision μέσω της ανθρωπολογικής/λαογραφικής οπτικής. Οι αντιδράσεις ήταν του τύπου: Σοβαρά; Ή: Γίνεται τέτοιο διδακτορικό; Ή: Σε ποιο πανεπιστημιακό τμήμα δέχθηκαν να κάνεις αυτό το θέμα για διδακτορικό;. Ένιωθα την αμφισβήτηση: Τι θα μπορούσα να μελετήσω για ένα χαμηλού επιπέδου φεστιβάλ; Αισθάνθηκα ότι έπρεπε να υπερασπιστώ ένα θέμα, το οποίο, στα μάτια πολλών φαινόταν ασήμαντο ή αδιάφορο, και, πιθανώς, ταμπού. Ενώ η Eurovision κάθε χρόνο καθηλώνει ομολογουμένως εκατομμύρια τηλεθεατές από όλο τον κόσμο μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης και συχνά αποτελεί θέμα αναφοράς στις συζητήσεις -κυρίως από τα mass media- ειδικά κατά την περίοδο που διεξάγεται, διακρίνεται σε πολλούς ένας ενδοιασμός ή μια άρνηση να ομολογήσουν το ενδιαφέρον τους για αυτήν. Ο Διαγωνισμός της Eurovision στο συλλογικό φαντασιακό ταυτίζεται με πανηγύρι, με τα γυαλιστερά εκκεντρικά ρούχα, το κιτς, τους μέτριους τραγουδιστές, τις κοινότοπες ερμηνείες τραγουδιών με ανώδυνο στίχο, ή παραπέμπει σε ένα οπαδικό κοινό είτε διαφοροποιημένο ως προς την (κατασκευασμένη) ετεροκανονικότητα της σεξουαλικής προτίμησης είτε προερχόμενο από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες για εκείνη τη βραδιά της διεξαγωγής του διαγωνισμού επιδίδονται σε μια «μουσική μάχη» επί σκηνής με σκοπό να πείσουν για την αρτιότητα του τραγουδιού τους και να επιδείξουν «ευρωπαϊκό» προφίλ.
Όμως, ένιωσα την αμφισβήτηση και για έναν ακόμα λόγο: πώς μπορεί ο συγκεκριμένος διαγωνισμός τραγουδιού να συσχετιστεί με τη Λαογραφία και τον λαϊκό πολιτισμό; Οι περισσότεροι, στο άκουσμα του όρου «Λαογραφία» σκέφτονται τη μελέτη των συστημάτων παραγωγής και χρήσης των αγαθών στο παραδοσιακό χωριό, την εξέταση της αγροτικής αρχιτεκτονικής, των τρόπων ζωής, της διατροφής στον αγροτικό χώρο, των λαϊκών ενδυμασιών ή της λαϊκής διακοσμητικής τέχνης. Για άλλους η Λαογραφία σημαίνει την εξέταση παραδοσιακών και σύγχρονων εκδηλώσεων ιστορικών λαών, ή τη μελέτη της παράδοσης, με την έννοια της τεχνητής αναβίωσης παραδοσιακών μορφών πολιτισμού, του φολκλορισμού.
Το δεύτερο παράξενο στοιχείο που με εντυπωσίασε ή με παραξένεψε στην πορεία της μελέτης του διαγωνισμού ήταν ότι τα τραγούδια στα οποία έδωσα βαρύτητα για το περιεχόμενο των στίχων τους και τα μηνύματα που προωθούσαν από σκηνής, όπως π. χ. για την ειρήνη, την αγωνιστικότητα στη ζωή, την οικολογική συνείδηση, την αξία της ακτιβιστικής δράσης κλπ., δεν τυγχάνουν υψηλής συχνότητας πρόσληψης από το δια-εθνικό κοινό του διαγωνισμού με αποτέλεσμα τον καταποντισμό τους στον βαθμολογικό πίνακα ή τον αποκλεισμό τους από τον Τελικό. Σε κάποια περίπτωση ένιωθα ότι αυτό που έκανα ήταν μια μελέτη των «άτυχων» μουσικών συμμετοχών στη Γιουροβίζιον. Αυτή η αίσθηση του «παράξενου» ή του «ιδιαίτερου» για το θέμα που πραγματευόμουν ξεπεράστηκε με την καταφυγή μου ως ερευνητή και στο γνωστικό πεδίο άλλων ανθρωπιστικών επιστημών, (της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της Ιστορίας κ.ά.) όταν διαπίστωσα ότι τα τραγούδια που χαίρουν της προτίμησης του κοινού είναι κυρίως τα «εμπορικά» τα οποία προωθούνται από τη βιομηχανία του θεάματος, τους όρους που θέτει η αγορά και η κατανάλωση, η μετανεωτερικότητα, οι νέες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές διεθνείς συνθήκες του σήμερα που αλλοιώνουν διαρκώς το περιεχόμενο όλων αυτών των δεδομένων της κοινωνικής πραγματικότητας που μέχρι πρόσφατα γνωρίζαμε, πιστεύουμε ότι τα περάσαμε αλλά δεν τα ξεπεράσαμε και γι’ αυτό τα αναπολούμε ή νοσταλγούμε.
Πόσο χρόνο κράτησε η έρευνα; Τα ταξίδια που έκανες ανά τον κόσμο πώς βοήθησαν στη διατριβή σου;
Η έρευνα είχε διάρκεια περίπου πέντε χρόνια. Θεωρώ ότι βασική προϋπόθεση για να πετύχει το εγχείρημα ήταν η προσωπική ευχαρίστηση που αντλούσα καθώς μελετούσα ένα πολιτισμικό φαινόμενο που με γοήτευε από την παιδική ηλικία. Υπάρχει ωραιότερη ενασχόληση από το να προσπαθείς να αποκωδικοποιήσεις τις αλληγορίες, τους συμβολισμούς, τα υπονοούμενα διπλωματικής και γεωπολιτικής φύσης και τα βαθύτερα νοήματα των τραγουδιών που εκπροσωπούν πολλά έθνη-κράτη της ευρωπαϊκής επικράτειας υπό την σκέπη πάντα ενός (αμφιλεγόμενου) κοσμοπολιτισμού και (της ιδεολογικής κατασκευής) της ευρωπαϊκότητας; Για το επιτυχές (θεωρώ) αποτέλεσμα της μελέτης αυτής νομίζω ότι συνέβαλε και η πολυπολιτισμική εμπειρία που αποκόμισα από τα ταξίδια μου ανά τον κόσμο, σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική.
Όταν είχα να πραγματευτώ θέματα που αφορούν στις διεκδικήσεις των εθνικών ταυτοτήτων (αναδυομένων ή διαρκώς μεταλλασσόμενων), στις πολιτισμικές διαφορές, στον σεξουαλικό πλουραλισμό, στο δικαίωμα στη διαφορετικότητα, στην ανεκτικότητα, στον ουσιαστικό ακτιβισμό ή την ανομοιομορφία αναφορικά με την κοσμοαντίληψη και τον βαθμό ευρύνοιας μεταξύ των εθνών-κρατών, ή όταν πραγματευόμουν θέματα που διαψεύδουν τις σύγχρονες διακηρύξεις περί «προόδου» της κοινωνίας μας, όπως τον ρατσισμό, τη βία, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (θέματα που τίθενται στον ιδεολογικό πυρήνα και -μέσω των τραγουδιών- επί σκηνής… του διαγωνισμού από το ξεκίνημά του ως θεσμού), θεωρώ ευτύχημα ότι η ταξιδιωτική μου πολυπολιτισμική εμπειρία είναι αυτή που σαν προστατευτική ομπρέλα συνέτρεχε, φίλτραρε, συνεργούσε και καθόριζε τη σκέψη μου.
Μίλησέ μας για αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο και σαφώς για σένα.
Η μελέτη δεν έχει περιεχόμενο μόνο περιγραφικό του διαγωνισμού ή ερμηνευτικό των εκάστοτε μουσικών αλληγοριών επί σκηνής και των πολλαπλών νοημάτων που εμπεριέχονται στο τελετουργικό και καθορίζουν την οργάνωση, τη λειτουργία και τη δυναμική του ευρωπαϊκού μουσικού θεσμού. Δεν περιορίζεται στην παρατήρηση και επιδερμική αφήγηση των επιφαινόμενων στην οθόνη της τηλεόρασης. Μετά την παρατήρηση, επιχειρείται η κατανόηση και ερμηνεία -στο μέτρο του δυνατού- και όσων συμβαίνουν στο παρασκήνιο του διαγωνισμού, τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση «εργαλειοποιεί», προκειμένου να εξιδανικεύσει το ιδεολόγημα της «ευρωπαϊκότητας», να καθορίσει την αυτοεικόνα της και να συνδεθεί ως μία ενιαία πολιτική και πολιτισμική οντότητα.
Στο βιβλίο περιγράφεται το συγκεκριμένο μιντιακό ψευδο-γεγονός (pseudo-event) ως μέσο αναπαράστασης του εποικοδομήματος του σύγχρονου και παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού με τις πολλαπλές εκφάνσεις του, του folk «παραδοσιακού» της προνεωτερικότητας, της πολιτιστικής βιομηχανίας, του σύγχρονου κοινού, δημοφιλούς pop(ular), ευρέως καταναλωνόμενου, (μετα)νεωτερικού λαϊκού πολιτισμού των ηθών, συμπεριφορών και νοοτροπιών, των νεανικών υποκουλτουρών κλπ. Με άλλα λόγια η μελέτη παρουσιάζει τη Eurovision ως ένα λαϊκό πολυεθνοτικό αφήγημα και μια εν δυνάμει κοινωνική παράσταση, στην οποία επιτρέπεται -αφού «μεταστοιχειωθούν σε θέαμα» και «ενορχηστρωθούν» ως μουσική παράσταση- να αντανακλώνται τεχνηέντως, άλλοτε αλληγορικά-υπόρρητα και άλλοτε ρητά, εκφάνσεις της ίδιας της κοινωνικοϊδεολογικής πραγματικότητας και οι φόβοι, οι ανησυχίες και οι απαιτήσεις του σύγχρονου μετανεωτερικού ανθρώπου της Δύσης για κουλτούρα και ταυτότητα, οι οποίες αναζωπυρώνονται όσο περισσότερο η πορεία του κόσμου εξαρτάται από τους μηχανισμούς της αγοράς. Για αυτό τον λόγο, η Eurovision ως ένα ετήσιο ευρωπαϊκό μουσικό project, προτάσσει στον ιδεολογικό πυρήνα της την αναγνώριση της ενότητας στη διαφορά και την ώσμωση διαφορετικών πολιτισμών.
Όταν ξεκινούσα την εκπόνηση της διατριβής φοβόμουν ότι με το πέρας της μελέτης θα απομυθοποιούσα τον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision. Ευτυχώς οι φόβοι μου αυτοί δεν επιβεβαιώθηκαν. Το συγκεκριμένο mega event συνεχίζει να με γοητεύει κάθε χρόνο, εκείνες τις βραδιές του Μάη που λαμβάνει χώρα σε κάποια περιφερειακή πόλη ή στην πρωτεύουσα της χώρας που ήταν νικήτρια την προηγούμενη χρονιά. Μάλιστα, θεωρώ ότι οι γνώσεις που αποκόμισα από την έρευνα αυτή, καθώς είδα τον διαγωνισμό από μια άλλη οπτική, μάλλον ενίσχυσαν τον θαυμασμό μου για αυτόν, παρά τις νευρώσεις και εμμονές του, παρά τη σύγκλιση ετερόκλητων στοιχείων και το -πιθανώς- «στημένο» αποτέλεσμα. Είμαι σίγουρος ότι όσοι διαβάσουν τη συγκεκριμένη μελέτη θα βλέπουν εφεξής τον διαγωνισμό με «άλλη οπτική», αλλά εύχομαι αυτή η διαφορετική οπτική να μην τους αποτρέψει από το να τον περιμένουν κάθε χρόνο, να τον παρακολουθούν και να τον αγαπούν.

Βιογραφικό
Ο Χρήστος Κ. Τσανασίδης είναι διδάκτωρ Πολιτισμικών και Λαογραφικών σπουδών στο Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης από το 2022 και τώρα μεταδιδακτορικός ερευνητής στη Σχολή Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται στην Εκπαίδευση. Μιλάει πέντε ξένες γλώσσες. Όταν ξεκίνησε να εργάζεται, επένδυσε στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων του ταξιδεύοντας σε όλη την Ευρώπη και σε πολλές χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Η μέχρι τώρα «διαπολιτισμική εμπειρία» του καθώς και η παραμονή του σε χώρα της Δυτικής Ευρώπης, τον βοήθησαν να μελετήσει την ιστορία, την παράδοση, τον πολιτισμό και τη δομή των κοινωνιών των χωρών που βρέθηκε. Τη διαπολιτισμική εμπειρία του έρχεται να συμπληρώσει η συμμετοχική παρατήρηση και παρουσία του σε πολλούς διαγωνισμούς τραγουδιού της Eurovision, γεγονός που τον παρώθησε και στην εκπόνηση μιας κοινωνικοανθρωπολογικής και λαογραφικής μελέτης που αφορά στον εν λόγω μουσικό θεσμό της Ευρώπης. Έχει εκδώσει τρεις μονογραφίες: – Κι όμως… οι τοίχοι μιλάνε! (2014), – Η λαϊκή ζωγραφική στη Σιάτιστα (2017), – Όταν η λαϊκή ζωγραφική αγκαλιάζει το δημοτικό τραγούδι (2019) και συμμετείχε στην ομάδα της διπλωματικής μεταγραφής και ερμηνείας του χειρόγραφου (1850): Το μαθητικό τετράδιο Κωνσταντίνου Δ. Χριστίδου (2021). Επιπλέον, δημοσίευσε άρθρα και μελέτες σε συλλογικούς τόμους.