Γράφει η Κωνσταντίνα Μπαλιάμη, Ψυχολόγος
Η μέρα αμίλητη βουβή, ο ήλιος ανελέητα θρηνεί
το χαμόγελο πάγωσε μεμιάς στα χείλη της καρδιας
σκοτάδι απλώθηκε παντού και η σιωπή βαριά αγκομαχεί
θρηνεί τα πουλιά που έφυγαν νωρίς από τις αθώες τους φωλιές
Φτερουγίσματα ήχησαν παντού στην αψίδα του ουρανού
και ο απόηχός τους αντηχεί σαν πύρινη λεπίδα στην ψυχή
Η φωνή της μάνας σχίζει τη σιωπή
‘’Σωπάστε πια, κρωξίματα πολλά
Αφήστε τα παιδιά να γυρίσουν στη φωλιά
να πουν το αντίο το στερνό για ύστατη φορά
στις μάνες που ψυχορραγούν απ’ του θανάτου τη θωριά
Αφήστε να γιάνουν για λίγο την πληγή
πριν ταξιδέψουν για στερνή φορά στου ήλιου την τροχιά’’
Σκίζει τις σάρκες της ψυχής και ακροβατώντας στο κενό
η ίδια φωνή πάλλεται πιο δυνατά από τον πόνο τον βουβό
‘’πάρε με πουλί μου όταν φθάσεις εκεί ψηλά
πρόσεξε όμως μην πάθεις άλλο πια κακό
μην πονέσεις άλλο πια από τον μάταιο κόσμο αυτό’’
Το πουλί αγέρωχα με μιλιά μελωδική
‘’Μην κλαίς άλλο μάνα μου γλυκιά
κάνε να πληρώσουν μόνο αυτοί
που έβαλαν φωτιά μες την αθώα μας φωλιά
Μόνο Μάνα πρόσεξε πολύ
δεν είναι ένας είναι πολλοί
Θα τους βρεις με χαμόγελα πλαστά
μες τις χρυσές τους τις φωλιές
τις υποσχέσεις τις απατηλές.
Μην κλαις Μάνα άλλο πια
μην κλαίς άλλο να χαρείς
όπου και να πάω, όπου και αν βρεθώ
εικόνισμα θα σε έχω στο μυαλό.
Μην κλαίς Μάνα μου καλή
άφησέ με τώρα να ανεβώ τούτη την σκάλα την ψηλή
Άφησέ με να τώρα χαθώ στου ήλιου την αιώνια αχλή.