Παρήλθαν δύο χιλιάδες και πλέον έτη από τη γέννηση του Χριστού. Στο διάστημα αυτό υπήρξε το κατ’ εξοχήν αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Αγαπήθηκε με τόση ζέση, ώστε πολλοί θυσίασαν ακόμη και τη ζωή τους, για να μην τον αρνηθούν. Μισήθηκε με τέτοιο πάθος, ώστε πολλοί να κηρύξουν διωγμό κατά των πιστών σ’ αυτόν προσώπων. Και δεν έχω κατά νου, γράφοντας αυτό, τους τρείς πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, κατά τους οποίους, μαρτύρησαν εκατομμύρια χριστιανών κατά τους διωγμούς που εξαπέλυσε η ρωμαϊκή εξουσία, αλλά και τους άλλους μέχρι και τους πιο πρόσφατους, προ ολίγων δεκαετιών. Μάρτυρες υπήρξαν σε όλες τις χώρες, που κατέκτησαν όχι μόνο οι νεοφώτιστοι στη θρησκεία του Μωάμεθ Άραβες, αλλά και οι λαοί που αργότερα ασπάσθηκαν το ισλάμ. Τόσο οι Άραβες, όσο και οι λοιποί, όπως οι Οθωμανοί Τούρκοι, ενδυναμώθηκαν αριθμητικά χάρη στον βίαιο προσηλυτισμό πολιτών των κατακτηθέντων λαών. Σε αντίθεση με τους πρώτους αιώνες, που μικρός υπήρξε ο αριθμός των χριστιανών, που λιποψύχησαν κατά τα βασανιστήρια και αρνήθηκαν την πίστη τους, στους μεταγενέστερους διωγμούς, κυρίως από μουσουλμάνους, οι αρνησίπιστοι χριστιανοί υπήρξαν πολυπληθείς. Το φαινόμενο δεν ερευνήθηκε σε βάθος από ιστορικούς, κοινωνικούς αναλυτές και διανοούμενους των κατ’ όνομα χριστιανικών χωρών. Πλείστοι από αυτούς, κατά τη νεωτερικότητα, οπότε και μεγάλη η καύχηση για την «ανακάλυψη» και «κατάκτηση» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τοποθετήθηκαν με ακραία εχθρότητα έναντι της χριστιανικής πίστης και του θεμελιωτή της, του Ιησού Χριστού. Με εντυπωσιακή μονομέρεια, λόγω εμπαθούς προκατάληψης, απαξίωσαν να ασκήσουν κριτική στη διδασκαλία του Χριστού και ανέλυσαν στο έπακρο τις αδυναμίες, μάλιστα τα εγκλήματα, τα οποία διαπράχθηκαν στο όνομα Του. Όσοι, ελάχιστοι, ασχολήθηκαν με το ιστορικό πρόσωπο Ιησούς αναζήτησαν με πάθος αδυναμίες στη διδασκαλία και τον βίο Του, για να Τον μειώσουν. Κάποιοι, πριν από δεκαετίες μόλις, θεώρησαν χαμένο τον κόπο να ασχοληθούν με μη ιστορικό πρόσωπο! Η ιστορία τους έθεσε στο περιθώριο. Ο Χριστός όμως ακόμη ζει. Απόδειξη ότι δεν έχει πάψει η εμπαθής εναντίον του πολεμική, από τους θεωρούντες Αυτόν νεκρό, ως άνθρωπο.Ο Ιησούς στέκεται ενώπιον του ανθρώπου διαχρονικά και θέτει προκλητικά το ερώτημα: «Τις ελέγχει με περί αμαρτίας;». Δηλαδή «Ποιος μπορεί να μου προσάψει ψεγάδι;». Γεννήθηκε σε στάβλο, καθώς δεν είχε βρεθεί κάποιος τόπος στο πανδοχείο της Βηθλεέμ. Μεγάλωσε σε φτωχό χωριουδάκι παραγυιός ενός ξυλουργού. Γράμματα δεν παρακολούθησε σε σχολείο και βγήκε θαρρετά με διδασκαλία, που συγκλόνισε και μεταμόρφωσε τον αρχαίο περί τη Μεσόγειο θάλασσα κόσμο. Επίκεντρο της διδασκαλίας του υπήρξε η αγάπη, με την οποία ελάχιστα είχαν ασχοληθεί, ως τότε, οι φιλόσοφοι. Μας είπε ότι ο Θεός είναι αγάπη. Ούτε εμείς οι χριστιανοί προσέξαμε τη σημαντική λεπτομέρεια. Δεν είπε «Ο Θεός έχει αγάπη» ή «Ο Θεός χαρακτηρίζεται από αγάπη», αλλά ότι είναι αγάπη. Κατ’ επέκταση είπε ότι ο Θεός είναι ειρήνη, δικαιοσύνη, ελευθερία, ζωή. Η διδασκαλία του Χριστού συνέτριψε τον αρχαίο ιδεαλισμό, οι οπαδοί του οποίου διατύπωναν ορισμούς για να πανανθρώπινα θεωρούμενα μέχρι σήμερα ιδανικά, που προαναφέραμε. Αν εξετάσουμε τους βίους των φιλοσόφων, θα διαπιστώσουμε ότι κατά κανόνα, με σπάνιες τις εξαιρέσεις, όπως αυτή του Σωκράτη, ο βίος τους δεν συμβάδιζε με τις φιλοσοφικές θέσεις που είχαν διατυπώσει. Η λαϊκή ρήση «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις» είναι θεμελιωμένη σε πλήθος παραδειγμάτων προσώπων με τρομακτική την ασυνέπεια των πράξεων έναντι των λόγων. Ο Χριστός υπήρξε εκπληκτικά συνεπής, ώστε θα έπρεπε τουλάχιστον να προβάλλεται ως ανθρώπινο πρότυπο, αντί να πολεμάται με πάθος. Δεν απέκτησε κανένα περιουσιακό στοιχείο, δεν κράτησε στα χέρια του χρήματα ποτέ. Άσκησε έντονη κριτική στους ισχυρούς των ημερών του και έμεινε απτόητος στην απειλή της θανάτωσής του αποφεύγοντας να εκλιπαρήσει τον ηγεμόνα. Αυτά όλα είναι απαράδεκτα για τον εμπαθή άνθρωπο. Αυτός αρέσκεται σε αερολογίες και όχι σε προβολή παραδειγμάτων, που φανερώνουν τη γύμνια του. Αυτός χαρακτηρίζεται από τρομακτική απόκλιση λόγων και έργων! Είναι αυτό διαχρονικά το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των δημαγωγών. Και για να φανούν ανώτεροι κατρακυλούν στο κατάντημα να απαξιώνουν τον άκρως συνεπή. Από πού όμως να πιαστεί, για να ασκήσει κριτική ο άπληστος, ο κτητικός, ο κατεχόμενος από το πάθος της εξουσίας και κυριαρχίας, ο αλαζόνας και διψασμένος για αναγνώριση και χειροκροτήματα; Και αν δεν υπάρχουν ψεγάδια, τα εφευρίσκουν! Έκανε θαύματα ο Χριστός; Φαντασία των μαθητών Του. Διακήρυξε πως ήταν ο Θεός και ο θάνατος δεν είχε ισχύ επάνω Του; Αλλά θεός δεν υπάρχει, οπότε τα Ευαγγέλια είναι μυθοπλασία, υποστήριξαν. Μάλιστα βίασαν και την Επιστήμη, να το υποστηρίξει. Αλλά η Επιστήμη δεν τοποθετείται επί του θέματος, όπως διατείνονται ανέντιμοι παραχαράκτες της. Είναι άκρως ανυπόφορη για τους εμπαθείς ανθρώπους η διδασκαλία περί μελλούσης κρίσεως. Κυριευμένοι από τα πάθη αισθάνονται ότι δεν εκπληρώνουν τα κριτήρια για την είσοδο στην αιωνιότητα, αν και διακαής είναι ο πόθος του ανθρώπου για ζωή. Έτσι χαρακτηρίζουν τη διδασκαλία του Χριστού υπέρτατη ουτοπία, υπέρ τη δυνατότητα της ανθρώπινης φύσης. Είναι γι’ αυτούς άκρως ενοχλητικοί οι άγιοι της Εκκλησίας, που αποδεικνύουν αδιαμφισβήτητα ότι το πείραμα της υπέρβασης του ενστίκτου επέτυχε κατ’ επανάληψη όχι μόνο σε απωθημένες χρονικά περιόδους, αλλά και στην εποχή μας, με τη χάρη του Θεού, που ενανθρώπισε για να θεώσει τον άνθρωπο.Στην εποχή μας ο άνθρωπος επιχαίρει διακηρύσσοντας τον θάνατο του θεού, που του έδωσε το δικαίωμα να διαχειρίζεται την ιστορία χωρίς να αισθάνεται υπόχρεος να δίνει λογαριασμό. Όμως χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται (Ντοστογιέφσκι). Και ο άνθρωπος κατρακυλά από αθλιότητα σε αθλιότητα, εμμένοντας δημαγωγικά και δαιμονικά στις διακηρύξεις σεβασμού των πανανθρωπίνων ιδανικών. Βέβαια επανήλθε στο επίπεδο του αρχαίου κόσμου ως προς την αγάπη. Την ταύτισε με τον έρωτα, ακόμη και στην εξαιρετικά πλούσια ελληνική γλώσσα, και κατέληξε να προδώσει και αυτόν με αχαλίνωτη ικανοποίηση του ενστίκτου κατά φύσιν και παρά φύσιν. Όσο για τα ιδανικά της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας ο άνθρωπος της νεωτερικότητας, κατά την οποία διακηρύχτηκε ο θάνατος του θεού, απέτυχε παταγωδώς. Οι ισχυροί, περιφρονώντας τον Άρχοντα της ειρήνης αιματοκυλούν την ανθρωπότητα για άθλια συμφέροντα. Άπληστοι στο έπακρο και παραδομένοι στη λατρεία του χρήματος κατεργάζονται την αθλιότητα δισεκατομμυρίων συνανθρώπων τους, τους οποίους διαφεντεύουν ως «ελεύθερους δούλους» σε σύστημα εξουσίας το οποίο διαχειρίζεται την δουλεία με «δημοκρατικές» μεθόδους, μέσω δηλαδή ενός πλήρως ελεγχομένου κοινοβουλίου, στην υπηρεσία των ισχυρών. Βέβαια για τα συμβαίνοντα μεγάλη είναι η ευθύνη όσων δήλωναν ή εξακολουθούν να δηλώνουν χριστιανοί, αλλά χαρακτηρίζονταν και χαρακτηρίζονται από τρομακτική απόκλιση μεταξύ λόγων και έργων. Αν σήμερα οι απομείνατες χριστιανοί μεμψιμοιρούμε για την πορεία της ανθρωπότητας, καλό είναι να προβούμε σε αυτοκριτική. Εμπνεόμαστε από τον στάβλο, στον οποίο καταδέχθηκε να γεννηθεί ο σωτήρας μας; Έχουμε τη διάθεση να του προσφέρουμε και εμείς δώρα, δηλαδή να πορευθούμε με συνέπεια προς τον «γολγοθά» αίροντες τον προσωπικό μας σταυρό ή έχουμε επαναπαυθεί στην προτεσταντική αλλοίωση του Ευαγγελίου ότι αρκεί η ομολογία πίστης. Μήπως έχοντες δελεασθεί από το «πνεύμα» της εκκοσμίκευσης αναζητούμε τρόπους αποφυγής της θυσίας υιοθετούντες τις «αξίες» του συγχρόνου δυτικού κόσμου μη αντιλαμβανόμενοι ότι ο κόσμος αυτός βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης και ας διαβεβαιώνουν οι ασκούντες την εξουσία, με τη βοήθεια των «επαϊόντων» ότι ακολουθεί ορθή πορεία. Κοινωνίες που όχι μόνο περιφρονούν αλλά πολεμούν την αλήθεια δεν έχουν μέλλον. Και στον κόσμο αυτόν πολεμείται με πάθος ο Χριστός που διακήρυξε: «Εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια και η ζωή». «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»