Το έτος της «μεγάλης εθνικής υπερηφάνειας». Η πιο «λαμπρή στιγμή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας». Η χρονιά των σπουδαίων επιτυχιών και της απόλυτης «συλλογικής ευτυχίας». Ή το αποκορύφωμα μιας παραισθητικής ευδαιμονίας που λίγα χρόνια αργότερα έμελλε να συντριβεί στα βράχια των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης;
Το 2004 ήταν η χρονιά της Ελλάδας. Η χρονιά που το «πειρατικό» του Οτο Ρεχάγκελ πέτυχε τον άθλο του Euro της Πορτογαλίας. Η χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Η χρονιά μίας ακόμη «πολιτικής αλλαγής». Η χρονιά κατά την οποία η ελληνική συμμετοχή στη Eurovision που διεξαγόταν στην Κωνσταντινούπολη φάνταζε σοβαρή εθνική υπόθεση και που το σκάνδαλο των Κεντέρη και Θάνου μονοπωλούσε τα δελτία ειδήσεων και ήταν ο μεγάλος «πονοκέφαλος» μιας κοινωνίας που «χόρευε» ασταμάτητα σε τυποποιημένους ρυθμούς μπουζουκιού, κραδαίνοντας υπερήφανα τη γαλανόλευκη.
Ηταν ωραίο να είσαι παιδί, έφηβος ή νέος στην Ελλάδα του 2004, ίσως επειδή και η χώρα περνούσε μια εφηβική παραζάλη. Στην επέτειο των 20 χρόνων από το «ένδοξο» 2004, λοιπόν, η σκιαγράφηση εκείνης της χρονιάς από ανθρώπους που την έζησαν ως παιδιά και έφηβοι έχει μάλλον ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Μαζί με τέσσερα «παιδιά» τού τότε που μοιράζονται νοσταλγία, αναμνήσεις, βιώματα, άγνωστες πτυχές, αλλά και τους –προσωπικούς και συλλογικούς–απολογισμούς τους, η «Κ» ταξιδεύει στον χρόνο και αποκωδικοποιεί το «γαλανόλευκο» 2004.
Γιώργος Γούσης
Σκηνοθέτης
«Αν το 2004 ήταν ταινία, θα ήταν ένα παρακμιακό, σκορσεζικό νεο-noir»
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης («Μαγνητικά Πεδία», «Χειροπαλαιστής») το 2004 ήταν 18 ετών και ετοιμαζόταν να ζήσει το «κλασικό», νεανικό, ελληνικό καλοκαίρι μετά τις Πανελλήνιες. «Ολα ήταν καινούργια, χαρούμενα και ελεύθερα», αφηγείται στην «Κ» και θυμάται ότι, ενώ η Ελλάδα μετρούσε αντίστροφα για τον μεγάλο τελικό του Euro, εκείνος βρέθηκε για τρεις μέρες στη Μύκονο μαζί με τον αδελφό του.
«Εκεί είδαμε τον τελικό και πανηγυρίσαμε τη νίκη μέσα σε ένα κάμπριο Fiat Punto κίτρινο», μας λέει περιγράφοντας παράλληλα το σκηνικό που επικρατούσε τριγύρω στο «νησί των ανέμων» και του κοσμικού και πανάκριβου ηδονισμού ως «βακχικό, στα όρια της παρακμής και βάλε».
Αν ο Γιώργος Γούσης γύριζε ταινία για την Ελλάδα του 2004, αυτή θα ήταν ένα «παρακμιακό νεο-noir στο οποίο όλα θα ήταν στα κάγκελα». «Κάτι από Σκορσέζε, “Goodfellas”, “Λύκο της Wall Street” με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι της χλιδής και του νεοπλουτισμού», περιγράφει χαρακτηριστικά.
Το νοσταλγικό μουσικό χαλί του 2004 για τον δημιουργό των «Μαγνητικών Πεδίων» περιλαμβάνει λαϊκά και έντεχνα ελληνικά τραγούδια, Μητροπάνο, Παπάζογλου και Θανάση Παπακωνσταντίνου, ενώ στη γειτονιά που μεγάλωσε, στο Μενίδι, οι ραπ και λόου μπαπ μελωδίες έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Ταυτόχρονα, ο ίδιος άρχιζε να ανακαλύπτει το σινεμά των μεγάλων σκηνοθετών.
Η πιο έντονη ανάμνησή του από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας πηγάζει από μια μάλλον λιγότερο λαμπερή –στην κοινή συνείδηση– πτυχή τους. «Ο πατέρας μου δούλευε στην Ακρόπολη και πήγαινα να τον βοηθάω στη διάρκεια της Παραολυμπιάδας», αφηγείται στην «Κ» ενθυμούμενος τις καθημερινές συναντήσεις με αθλητές των Παραολυμπιακών Αγώνων και τα ξεχωριστά συναισθήματα που του δημιούργησε αυτή η συνύπαρξη.
Τέσσερα χρόνια μετά το «ένδοξο» καλοκαίρι του 2004, ο Γιώργος Γούσης θα βρισκόταν κυριολεκτικά μπροστά στη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008. «Η ευημερία έμεινε ως ένα όνειρο των παιδικών μου χρόνων. Μετά τον Γρηγορόπουλο ανά τρία χρόνια βιώναμε και κάποιο χτύπημα. Η δική μου γενιά δεν έχει ζήσει το να υπάρχει μπροστά μας μια δεκαετία όπου να πηγαίνουν όλα καλά», επισημαίνει. Αλλωστε –για να επιστρέψουμε στο 2004– παρατηρεί ότι τελικά «πίσω από τα λεφτά κρύβονται τα πάντα, όταν, όμως, περνάμε στην παρακμή, η πραγματικότητα βγαίνει στην επιφάνεια».
Παναγιώτης Τριβυζάς
Πρωταθλητής στίβου
«Δέος στο ΟΑΚΑ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, πανηγυρισμοί στο Μπουρνάζι για το Euro»
Οταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήρθαν στην Αθήνα το 2004, ο Παναγιώτης Τριβυζάς ήταν 16 ετών, όμως ήδη ασχολούνταν με τον αθλητισμό τέσσερα χρόνια.
Μιλώντας στην «Κ», ο μετέπειτα πρωταθλητής στον στίβο θυμάται σαν χθες τις στιγμές εκείνες όπου όλο το Ολυμπιακό Στάδιο φώναζε τα ονόματα των σπουδαίων Ελλήνων αθλητών της εποχής.
Ηδη πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, ο ίδιος πήγαινε με τον πατέρα του να παρακολουθήσει κάποιους αγώνες που διοργανώνονταν, για να θαυμάσει από κοντά και να γνωρίσει τους μεγάλους αθλητές. Θυμάται επίσης την υπόθεση του Κώστα Κεντέρη και της Κατερίνας Θάνου. «Ως παιδί είχα στενοχωρηθεί, χωρίς να ξέρω ακριβώς τι συνέβαινε. Θυμάμαι μετά, στους προκριματικούς και τους τελικούς, ένα στάδιο να φωνάζει το όνομα του Κεντέρη. Ο κόσμος ένιωθε δέος, αλλά και ένα μεγάλο “γιατί”», λέει στην «Κ». Οπως πολλοί αθλητές της γενιάς του έτσι και ο ίδιος, άλλωστε, ακολούθησε το αγώνισμά του βλέποντας τα προηγούμενα χρόνια τα κατορθώματα του Κώστα Κεντέρη.
Ο Παναγιώτης Τριβυζάς παρακολούθησε από κοντά όλους τους αγώνες των 200 μέτρων στην Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. «Ηταν κάτι το απίστευτο να βλέπει ένα μικρό παιδί το πώς εξελίσσεται ένας μεγάλος αθλητής», επισημαίνει σήμερα.
Θυμάται επίσης με νοσταλγία τα ματς της Εθνικής στο Euro της Πορτογαλίας το ίδιο καλοκαίρι, όταν μαζί με τον πατέρα και φίλους του έδινε ραντεβού σε καφετέριες στο Περιστέρι όπου μεγάλωσε για να παρακολουθήσει την ομάδα του Ρεχάγκελ. «Μετά από κάθε νίκη και κάθε πρόκριση, πηγαίναμε και πανηγυρίζαμε στο Μπουρνάζι», μας λέει, παρότι σημειώνει ότι ενδεχομένως η υπερπροβολή του έπους της ποδοσφαιρικής ομάδας τα επόμενα χρόνια να αδικεί ανάλογες επιτυχίες αθλητών στον στίβο. «Θα παρακολουθούμε τόσο μαζικά τις επιτυχίες του Τεντόγλου αφού αποσυρθεί;» διερωτάται.
Και τελικά, 20 χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τι έχει απομείνει; Ο πρωταθλητής υποστηρίζει ότι το 2004 αξιοποιήσαμε μόνο σε κάποιο βαθμό την «ορμή» τους, κυρίως όσον αφορά τις ευκαιρίες που δόθηκαν σε κάποια νέα ταλέντα. Τονίζει, όμως, ότι δεν συντηρήσαμε τις εγκαταστάσεις που διαμορφώθηκαν. «Αν πάτε μια βόλτα στον Αγιο Κοσμά, θα δείτε πως όλα παραπαίουν», λέει στην «Κ».
Ελένη Τζαννάτου
Δημοσιογράφος
«Ω! Δεσποινίς μου, ουτοπία»
Η δημοσιογράφος της «Κ» Ελένη Τζαννάτου θυμάται την 11χρονη εκδοχή του εαυτού της στις 4 Ιουλίου του 2004 με μια κεφαλιά του Χαριστέα στο Ντα Λουζ να πατά για λίγο «pause» στο «In The Zone» της Μπρίτνεϊ Σπίαρς.
Οπως λέει με χιούμορ, έτσι κι αλλιώς «το “Toxic” θα φρόντιζε να ρεφάρει πολλές, πολλές φορές στα “trash” πάρτι του μέλλοντος, όπως επιμένουν να βαφτίζουν κάποιοι το γούστο της νιότης τους, λες και γεννήθηκε κανείς με ξεκλείδωτη και την τελευταία πίστα του ελιτισμού». Ευτυχώς, κατά την ίδια, το 2004 είχε τα πάντα πέρα από ελιτισμό.
Αφήνοντας για λίγο κατά μέρους την Μπρίτνεϊ Σπίαρς και το «Toxic», θυμάται τη λεωφόρο Θησέως στην Καλλιθέα «να γίνεται σε χρόνο ντε τε ένα γαλανόλευκο πανηγύρι που υπάκουε μόνο στον ήχο της βουβουζέλας και στην κίνηση από κάθε σημαιάκι, που μεταβόλιζε μόνο τη χαρά του Ελληνα πέρα από τον οπαδό», όταν η Εθνική κατέκτησε το Euro. Τότε, όπως σχολιάζει, ήταν «η πρώτη φορά που μάθαινε απέξω και ανακατωτά μια ποδοσφαιρική ενδεκάδα».
«To “Πειρατικό” ως CD single στο σαλόνι θα μας κρατούσε ζεστούς με τις ιαχές του Γιώργου Χελάκη για τις επόμενες 40 μέρες ακριβώς, οπότε και η εθνική ανάταση θα χωρούσε σε μια “χάρτινη” βάρκα καταμεσής του Ολυμπιακού Σταδίου. Η πρώτη γνωριμία με την Björk θα αποδεικνυόταν ιδιαιτέρως χρήσιμη στο μέλλον, ακόμα και αν τότε εκτίμησα περισσότερο αυτή με τον Φοίβο και την Αθηνά», μας αφηγείται στη συνέχεια.
Και ως προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες; «Βρήκαμε εισιτήρια μόνο για έναν αγώνα μπέιζμπολ, στον οποίο ανάθεμα και αν κατάλαβα τι έβλεπα», θυμάται εξηγώντας πως έτσι κι αλλιώς «το να βιώνεις από κοντά το Αθήνα 2004 ήταν, μάλλον, πολύ σημαντικότερο από το να καταλάβεις πώς και γιατί η μπάλα γυρίζει στη βάση».
Το 2004, όπως αναφέρει στη συνέχεια η ίδια, ήταν η τελευταία φορά που η ελληνική σημαία υπήρχε παντού. «Στα γήπεδα, στα στάδια, στα άχαρα αμάνικα φανελάκια που έκανε μόδα ο Σάκης Ρουβάς όταν προοικονόμησε το καλοκαίρι της εθνικής υπερηφάνειας κατακτώντας την τρίτη θέση στη Eurovision. Ακόμα και φάλτσα, στο χλιαρό ή και ανύπαρκτο –στα χαρτιά– εθνικό αίσθημα των εναλλακτικών που σείονταν στο Ρόδον με τα κοφτά, νευρικά ακόρντα των Franz Ferdinand, του Ελληνοσκωτσέζου Αλεξ Καπράνος».
Ενα χρόνο αργότερα, ο Γιάννης Αγγελάκας με τους Επισκέπτες τραγουδούσε το «Ω! Δεσποινίς μου ουτοπία»:
«Φαρμάκι απ’ τον ουρανό
Νύχτα στην πολιτεία
Μέσα σε όνειρο πικρό
Ξυπνάει μια μελωδία
Ω! Δεσποινίς μου ουτοπία
Δεν έχει εδώ άλλες καρδιές να κάψεις
Φύγε για άλλο αστερισμό
Κι αν σου βρεθεί κάτι καλό
Να μας φωνάξεις»
«Γιατί όπως κάθε παραμύθι, διαλύεται, ατάκτως ή ησύχως, σε χίλια κομμάτια. Και όταν αυτά φεύγουν από τα κιτάπια της μεγάλης Ιστορίας, γίνονται όσα μας ορίζουν. Γίνονται οι ζωές μας και ο συνωμοτικός τρόπος να καταλαβαινόμαστε καλύτερα», καταλήγει η Ελένη Τζαννάτου.
Σταύρος Παναγιωτίδης
Δρ Ιστορίας, συγγραφέας
«H μνήμη δεν είναι ουδέτερη»
«Η μνήμη δεν είναι ουδέτερη», σημειώνει, μιλώντας στην «Κ», ο δρ Ιστορίας και συγγραφέας, Σταύρος Παναγιωτίδης, πριν ξεκινήσει το δικό του ταξίδι στον χρόνο. «Η μνήμη προκύπτει από τη σχέση μας με το παρόν. Αυτό μας κάνει να θυμόμαστε πτυχές του παρελθόντος και να ξεχνάμε άλλες. Να τις αξιολογούμε θετικά ή αρνητικά», συμπληρώνει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, για παράδειγμα, θυμόμαστε από το παρελθόν μας αυτά που ευχαρίστως αφήσαμε πίσω μας. «Ας πούμε, η πιο χαλαρή μόδα στα ανδρικά μαλλιά σήμερα μας κάνει να θυμόμαστε γελώντας την πιο έξαλλη μόδα του τότε, με το αυτονόητο ζελέ σε κάθε δημόσια παρουσία ή ακόμη και τις ανταύγειες. Η κυριαρχία του Ιντερνετ, των smartphones, των social media και όλων των πλατφορμών στις στιγμές μας, μας κάνει να θυμόμαστε με θυμηδία την αίσθηση που είχαμε τότε πως ζούσαμε στην αιχμή της τεχνολογίας, επειδή είχαμε κινητά –με κουμπάκια– και Ιντερνετ –που συνδεόταν με τον χαρακτηριστικό ήχο επί ένα λεπτό και το πλήρωνες με χρονοχρέωση– για να μπαίνουμε σε τρία ή τέσσερα sites όλα κι όλα», αναφέρει.
Οπως λέει ο κ. Παναγιωτίδης στη συνέχεια, «άλλες φορές θυμόμαστε από το παρελθόν μας αυτά που τώρα μας φαίνονται σαν η αιτία αυτού που ζούμε τώρα». Σε αυτό το σημείο, αναφέρεται στο «σκάσιμο της τεράστιας φούσκας της Ελλάδας των Ολυμπιακών Αγώνων, που κάνει άλλους να τους σκέφτονται με ένα αίσθημα εξαπάτησης, άλλους με μια ανομολόγητη νοσταλγία».
Αλλά και όσοι είχαν επιλέξει να μη συμμετάσχουν στο, όπως λέει χαρακτηριστικά, «πλαστικό πάρτι της εθνικής ανεμελιάς», δεν νιώθουν, κατά τον κ. Παναγιωτίδη, και πολύ χαρούμενοι για τη δικαίωση. «Πόσω μάλλον που η κοινωνία δεν μοιάζει να έβγαλε και πολύ στιβαρά συμπεράσματα», σχολιάζει.
Τελικά, συνεχίζει, θυμόμαστε από το παρελθόν μας αυτά που μας λείπουν από το παρόν μας. «Από το 2004 θυμάμαι την αίσθηση ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, κι ότι ακόμη κι αν πάνε χειρότερα, πάντα θα υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας κάπου εκεί έξω, δεν θα τσακιστούμε, στο τέλος “κάτι θα γίνει, θα δεις”», όπως λέει. «Και σήμερα έχουμε ανακαλύψει πολλαπλώς ότι στα κρίσιμα είμαστε μόνοι μας, εμείς κι η Ιστορία. Η Ιστορία που εμείς φτιάξαμε, όμως», προσθέτει.Unmute
«Τι θυμόμαστε, τελικά, από το παρελθόν; Ο,τι μας κάνει εντύπωση με βάση το παρόν. Για κακό ή για καλό», καταλήγει ο κ. Παναγιωτίδης, αναφερόμενος στις προκλήσεις του σήμερα.