Μισό αιώνα μετά τη δημιουργία του, είναι δίσκος που εξακολουθεί να αποκτά καινούργιους φίλους, παραμένοντας συνάμα ως κραταιό σημείο αναφοράς για όσους διεκδικούν μια rock ταυτότητα. Άσχετα με το αν τον θεωρούν ιερό ευαγγέλιο του κιθαριστικού ηλεκτρισμού ή αν τον αναθεματίζουν.
Μοιάζει περιττό, ίσως και αφόρητα βαρετό, να ξεκινήσεις ένα κείμενο για τα 50 χρόνια του «The Dark Side Of The Moon» με ακόμα μία παρέλαση επιτευγμάτων και διακρίσεων, διανθισμένη με το πλήθος επιθέτων που τόσο αρέσουν στο εναλλακτικό lifestyle.
Αλλά, ακόμα κι αν επιστρατεύσεις αυτό το ρητορικό τρικ «αδυναμίας» από τους προ Χριστού καιρούς του Λυσία, ακόμα κι αν όντως αποφύγεις τις πολυπλατινένιες αναφορές που έχτισαν τα (περίπου) 50.000.000 αντίτυπα των παγκόσμιων πωλήσεων του «The Dark Side Of The Moon», ακόμα κι αν παρακάμψεις τα ρεκόρ του στις μεγάλες μουσικές αγορές, δείχνει πολύ δύσκολο να γλιτώσεις από τον μαξιμαλισμό. Ίσως επειδή είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό του δημιουργικού σύμπαντος του Roger Waters, ο οποίος κυριαρχούσε τότε ως αδιαμφισβήτητη ηγετική μορφή, μετά την έξοδο του Syd Barrett από τους Pink Floyd (1968).
Πράγματι, το «The Dark Side Of The Moon» στόχευσε στο μέγιστο, ήδη από τον τίτλο του. Στη στιχουργική του Waters, βέβαια, όπως αποτυπώνεται στο «Brain Damage», η σκοτεινή πλευρά του Φεγγαριού είναι μια ποιητική αναφορά στις ψυχικές ασθένειες, επηρεασμένη (αν όχι ευθέως εμπνευσμένη) από τα όσα έζησε η μπάντα με τον Syd Barrett. Σημειολογικά, ωστόσο, δεν γίνεται να παραβλέψουμε τον αντίκτυπο του πρώτου ταξιδιού της Ανθρωπότητας στη Σελήνη: άλλωστε είχαν περάσει μόλις 4 χρόνια από τότε.
Δεν χρειαζόταν λοιπόν να είσαι συνωμοσιολόγος ή να πιστεύεις ότι η NASA έκρυψε (για το καλό μας) τις αναφορές των αστροναυτών της για κάποια ανεξήγητη δομή, ώστε να σε σαγηνεύει η αθέατη πλευρά του δορυφόρου μας. Συμβόλιζε, άλλωστε, μία ακόμα terra incognita· ένα καινούριο πεδίον δόξης λαμπρόν, ταμάμ για ατρόμητους εξερευνητές. Κυριολεκτικά, μα και μεταφορικά, όπως θα πιστοποιούσε και ο ίδιος ο Roger Waters το 2003, όταν μίλησε στη σειρά ντοκιμαντέρ Classic Albums, περιγράφοντας τον δίσκο ως «έκφραση μιας πολιτικής, φιλοσοφικής και ουμανιστικής ενσυναίσθησης, που αγωνιούσε να εξωτερικευτεί».
Pink Floyd: Το «The Dark Side Of The Moon» ως δομή – 4 άνθρωποι, (περίπου) 43 λεπτά μουσικής
Δομικά μιλώντας, το «The Dark Side Of The Moon» είναι ένα άλμπουμ περίπου 43 λεπτών, αποτελούμενο από 10 κομμάτια, όπως ξεκαθάρισε το mastering του 2011, αποκρυσταλλώνοντας το «Speak To Me» ως εναρκτήριο οργανικό, αυτόνομο από το «Breathe (In The Air)». Όλοι οι στίχοι ανήκουν στον Roger Waters, ο οποίος υπογράφει και τρεις συνθέσεις μόνος του, ανακατεύεται ως συνδημιουργός σε τρεις ακόμα, παίζει μπάσο, ενώ προβάλλει και ως βασικός τραγουδιστής στα «Brain Damage» και «Eclipse».
Γι’ αυτό και ο δίσκος θεωρείται ως θεμελιωδώς δικό του παιδί, αν και μια τέτοια άποψη δεν πρέπει να γίνεται αβασάνιστα δεκτή, αφού δεν φτάνουμε και σε επίπεδα «The Final Cut»: παραμένει μια ομαδική προσπάθεια, με τον Waters ως αρχηγό της. Άλλωστε το παραδέχτηκε και ο ίδιος το 2006, μιλώντας στο Billboard για το «κάτι» που υπήρχε στη συμβίωση του ταλέντου του με αυτό του David Gilmour (φωνητικά, κιθάρα), του Nick Mason (ντραμς, κρουστά) και του Rick Wright (hammond, φαρφίσα, πιάνο, ηλεκτρικό πιάνο, synths). Μιλάμε δηλαδή για την κλασικότερη σύνθεση των Pink Floyd, αν εξαιρεθούν οι οπαδοί που προτιμούν την περίοδο με τον Syd Barrett.
Ασφαλώς, όσοι έχουν εντρυφήσει στο «The Dark Side Of The Moon» γνωρίζουν ότι υπήρξαν κι άλλοι άνθρωποι με κομβική συνεισφορά στη δημιουργία του. Όπως λ.χ. ο Alan Parsons, ο οποίος έμελλε να γίνει διεθνώς γνωστός με τους Alan Parsons Project του «Eye In The Sky» (1982), μα τότε δούλεψε ως ευρηματικός μηχανικός ήχου. Ή ο Storm Thorgerson, που σχεδίασε το εξώφυλλο πάνω σε δείγμα του George Hardie, ακολουθώντας την παραίνεση του Rick Wright για κάτι πιο απλό και συνάμα σοφιστικέ συγκριτικά με όσα έκαναν ως τότε. Το αποτέλεσμα στάθηκε εικαστικά εμβληματικό και το περίφημο (πλέον) πρίσμα από όπου διαθλάται το φως θεωρείται ως σήμα κατατεθέν για την αισθητική της δεύτερης Pink Floyd περιόδου.
Ρόλο, πάντως, έπαιξαν και μερικά ακόμα πρόσωπα. Με τα «Money» και «Us And Them» να αναδεικνύονται σε διαχρονικές σταθερές των rock ραδιοφώνων, ας πούμε, πολλοί πρόσεξαν τον Άγγλο σαξοφωνίστα Dick Parry –ο οποίος 3 χρόνια αργότερα θα επανεμφανιζόταν στο θρυλικό «Shine On You Crazy Diamond», συνεργαζόμενος αργότερα και με τον Rory Gallagher (επί «Jinx», 1982), ακόμα και με τους Banco De Gaia, στα ύστερα 1990s. Και βέβαια υπάρχει και η περίπτωση της Clare H. Torry, στην οποία ανήκουν τα δίχως λέξεις φωνητικά του «The Great Gig In The Sky». Από το 2005, άλλωστε, θεωρείται και επισήμως ως συνδημιουργός, αφού η μπάντα αναγνώρισε (σε εξωδικαστικό συμβιβασμό) ότι υπήρξαν προϊόν δικών της αυτοσχεδιασμών. Τέλος, χαρακτηριστική παρουσία έχει και ο road manager Peter Watts, καθώς είναι το δικό του γέλιο που ακούμε στο «Speak To Me».
Όσον αφορά τις ίδιες τις ηχογραφήσεις, τώρα, πλέον έχουν γραφτεί τόσα πολλά, ώστε δεν χρειάζεται να κουράζουμε επαναλαμβάνοντας τα τετριμμένα. Αν κάτι έχει νόημα να τονιστεί, είναι ότι το «The Dark Side Of The Moon» ξεκίνησε από τους instrumental πειραματισμούς με τους οποίους οι Pink Floyd αναζητούσαν την επέκταση του καλλιτεχνικού τους ορίζοντα μετά το «Meddle» του 1971. Οι πολυσυζητημένοι ήχοι ταμειακών μηχανών και κερμάτων στην έναρξη του «Money» ή τα ρολόγια του «Time» ανήκουν λοιπόν σε αυτό το εξερευνητικό πλαίσιο, ενώ το ίδιο ισχύει και για την πιο εκτεταμένη χρήση των αναλογικών synthesizer, όπως βέβαια και για τον διάσημο «καρδιακό παλμό» που ακούγεται στην έναρξη, στο φινάλε και σε σημεία της ροής του άλμπουμ –και δεν είναι παρά ο κατάλληλα επεξεργασμένος ήχος από ένα ευμέγεθες μπάσο τύμπανο.
Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι την παραγωγή επιμελήθηκαν οι ίδιοι οι Pink Floyd, έστω κι αν σε κάποιο σημείο έφεραν τον Chris Thomas για να ακούσει όσα έφτιαξαν με φρέσκα αφτιά. Ασφαλώς, είχαν και την αρωγή της προχωρημένης για τα χρόνια εκείνα τεχνολογίας των Abbey Road Studios, που ήταν λ.χ. σε θέση να παρέχουν 16κάναλες μίξεις, αντί για τις συνήθεις 4κάναλες και 8κάναλες.
Pink Floyd: Το «The Dark Side Of The Moon» ως υπερδομή – Θεματική, rock ταυτότητες και αντιπαραθέσεις
Στον μισό αιώνα ζωής του το «The Dark Side Of The Moon» ευτύχησε να αναγνωριστεί από κοινό και κριτικούς, αλλά και να αντέξει με έναν τρόπο που δεν κατάφεραν πάντα τα μεγάλα άλμπουμ της εποχής του. Ενώ δηλαδή ήταν προϊόν των ηλεκτρικών ανησυχιών των καιρών του, ανήκοντας περισσότερο στο progressive rock φάσμα, παρά στην ψυχεδέλεια (όπου επιμένουν να το τοποθετούν ορισμένοι), υπερέβη όλους τους κλυδωνισμούς που γνώρισε η δημοφιλία του κλασικού rock. Το punk, η disco, η pop των 1980s, τα ηλεκτρονικά και alternative 1990s, τα indie 2000s ήρθαν, παρήλθαν ή επέστρεψαν ως αναβιώσεις, όμως η δική του παρουσία δεν χάθηκε ποτέ, πιστοποιώντας την ικανότητά του να αποκτά καινούργιους φίλους.
Διόλου τυχαία, λοιπόν, αναγορεύτηκε σε ορόσημο. Και εξακολουθεί να αποτελεί απαραίτητο στάδιο μύησης για όσους στρέφονται προς το rock, αλλά και να λογίζεται ως πειστήριο ψαγμένης μουσικής ταυτότητας. Ταυτόχρονα, ο ποιοτικός πήχης των συνθέσεων και οι θεματικές των στίχων πρόσφεραν υπόσταση και στη γενικότερη προβολή (και καθιέρωση) του δίσκου βινυλίου ως ολοκληρωμένου αρτίστικου τέχνεργου. Γιατί είναι (και) από τη rock κουλτούρα της εποχής που ξεπήδησε η έννοια του «σπουδαίου δίσκου», αντικαθιστώντας την παλιότερη κυριαρχία των singles. Κάτι, βέβαια, που ξαναλλάζει στις δικές μας, ψηφιακές ημέρες.
Επιλέγοντας να μη γράψει για την αγάπη, τον έρωτα ή το σεξ, ο Roger Waters έθεσε εξαρχής το «The Dark Side Of The Moon» σε μια φιλοσοφική και υπαρξιακή τροχιά, όπου πρωταγωνιστούσε μια απόπειρα σχολιασμού και ανανοηματοδότησης γνώριμων κοινωνικο-πολιτιστικών καταστάσεων. Κάτι, βέβαια, που απαιτούσε ένα ανάλογο βήμα παραπάνω και από τους ακροατές που θα προσέγγιζαν τον δίσκο. Ήδη θίξαμε το ζήτημα της ψυχικής ασθένειας, λ.χ., μιλώντας για το «Brain Damage», αν και πιο χαρακτηριστικό κομμάτι είναι μάλλον το «Eclipse», αφού εδράζεται στην έννοια της ετερογένειας (alterity) όπως περίπου τη χρησιμοποιεί η ανθρωπολογία, στοχεύοντας στην κατάδειξη της κοινωνικής ποικιλομορφίας του είδους μας.
Στο ευρύτερο κοινό, ωστόσο, πέρασε περισσότερο η κριτική του «Money» στην καπιταλιστικά πυροδοτούμενη κατανάλωση, καθώς και η κατάδειξη της κυριαρχίας του χρόνου στις πεπερασμένες, εύθραυστες ζωές μας («Time»). Πολλοί, επίσης, είδαν στο «The Great Gig In The Sky» μια αφαιρετική απεικόνιση του θανάτου, ενώ αρκετοί έχουν σταθεί και στα μοτίβα κατάθλιψης και σύγκρουσης που ταλανίζουν την ιστορία μας, όπως τα ξετυλίγει το «Us And Them». Το οποίο, στην πρωταρχική του μορφή, ήταν γραμμένο για την ταινία «Zabriskie Point» (1970), με τον Michelangelo Antonioni να το απορρίπτει από το τελικό soundtrack ως υπερβολικά λυπητερό. Προσωπικά, πάντως, παρέα σε όλα τούτα, πάντα τοποθετούσα ψηλά και τον στίχο «hanging on in quiet desperation is the English way» (από το «Time»), ως έξοχο περιγραφικό δείγμα της κλασικής βρετανικής ιδιοσυγκρασίας απέναντι στις συμφορές. Το οποίο, με τον τρόπο του, απηχεί παράλληλα και τη σκέψη του Henry David Thoreau.
Η όλη συζήτηση, πάντως, θα απέμενε λειψή δίχως μια αναφορά στις ατέλειωτες αντιπαραθέσεις που πυροδότησε το «The Dark Side Of The Moon», κυρίως ανάμεσα στους παλαιότερους μουσικόφιλους. Ασφαλώς, αυτό συνέβαινε επειδή ερχόταν στις ζωές τους ως δαφνοστεφανωμένο αριστούργημα, το οποίο έπρεπε απαραιτήτως να σπουδάσουν προτού αγκαλιάσουν το rock, επιλέγοντας τη θέση που θα λάμβαναν στις ευρείες εκτάσεις του. Άλλοι, λοιπόν, το έχρισαν ως ευαγγέλιο στο οποίο θα ορκίζονταν έκτοτε, ενώ άλλοι –κυρίως όσοι έπιασαν το νήμα από το punk και μετά– το αναθεμάτισαν, σαν πρωταρχικό παράδειγμα της παρεκτροπής του rock ‘n’ roll σε κάτι δυσθεόρατο, που απομακρυνόταν αισθητά και συνειδητά από τις ρίζες του είδους, προκειμένου να ταυτιστεί με ελίτ ανησυχίες.
Έτσι, για αρκετό καιρό προτού έρθει το ίντερνετ και ισοπεδώσει (ή, έστω, κατακερματίσει) τους μουσικούς διαξιφισμούς, το άλμπουμ λειτούργησε και σαν πύλη για το αν θα τασσόσουν με τους «κλασικοροκάδες» ή με τους «αλτέρνατιβ». Ειδικά σε χώρες σαν την Ελλάδα, όπου η όλη rock κουλτούρα αποτελούσε κάτι το εισαγόμενο, οπότε κοβόταν και ραβόταν στα μέτρα ντόπιων ταυτοτικών αναγκών· για τις οποίες περισσότερη σημασία είχε συχνά αυτό που δεν άκουγες, παρά εκείνα που άκουγες.
Αλλά το «The Dark Side Of The Moon» επέφερε κλυδωνισμούς και μεταξύ όσων δήλωναν Pink Floyd fans. Στο ερώτημα δηλαδή για το ποιος είναι ο καλύτερος δίσκος τους, δεν απαντούν όλοι, αυτονόητα, υπέρ του. Υπάρχουν πάντα εκείνοι που προτιμούν την περίοδο με τον Syd Barrett, όπως είπαμε, ρέποντας έτσι σε δουλειές με πιο ψυχεδελική ταυτότητα, σαν π.χ. το «The Piper At The Gates Of Dawn» (1967). Όπως υπάρχουν κι αυτοί που ναι μεν στηρίζουν την περίοδο με τον Roger Waters, μα θεωρούν ότι κορυφαίο επίτευγμά της στάθηκε το «Wish You Were Here» (1975). Φυσικά, η βρετανική μπάντα έχει και μια τρίτη εποχή με πρωταγωνιστή τον David Gilmour, η οποία ξεκίνησε με την αποχώρηση του Waters (1985). Όμως ακόμα και όσοι αγαπούν πολύ το «The Division Bell» (1994), δεν διανοούνται να τo θέσουν κόντρα στα παραπάνω άλμπουμ.
Οι Pink Floyd σε promo φωτογράφηση, 1973 © Michael Ochs Archives/Getty Images/Ideal Image
Pink Floyd: Το album «The Dark Side Of The Moon» στον 21ο αιώνα
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το «The Dark Side Of The Moon» δεν περίμενε να γιορτάσει τα 50, ώστε να απασχολήσει τον 21ο αιώνα. Όλα τα στοιχεία από τις πωλήσεις, δηλαδή, αποδεικνύουν ότι δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται σχετικό, με μερικά νούμερα από το διάστημα 2011-2022 να γίνονται λίαν αποκαλυπτικά, μαρτυρώντας ότι συνέχισε να τραβάει αρκετή προσοχή ώστε να επανέλθει στα top-10 της Γαλλίας, της Νότιας Κορέας, της Ουρουγουάης, της Νέας Ζηλανδίας και άλλων χωρών.
Ωστόσο, ο μισός αιώνας ζωής θα εορταστεί όπως του πρέπει, αφού οι Pink Floyd έχουν ήδη ανακοινώσει ότι το άλμπουμ θα ξανασερβιριστεί με νέο mastering, σε ένα σπέσιαλ deluxe box set που οι ταγμένοι fans περιμένουν πώς και πώς. Παράλληλα, μάλιστα, θα εκδοθεί και το βιβλίο «Pink Floyd – The Dark Side Of The Moon: 50th Anniversary», γεμάτο με άγνωστες μέχρι πρότινος φωτογραφίες από τις περιοδείες μεταξύ 1972 και 1975, ενώ θα κυκλοφορήσει και το ζωντανά ηχογραφημένο CD/LP «The Dark Side Of The Moon – Live At Wembley Empire Pool, London, 1974».
Τελικά, πάντως, την παράσταση δείχνει να κλέβει ο Roger Waters, καθώς αποκάλυψε πρόσφατα ότι είναι απασχολημένος με την πλήρη επανηχογράφηση του «The Dark Side Of The Moon», με στόχο να το βγάλει μέσα στο 2023 ως νέο σόλο άλμπουμ. Η βόμβα έπεσε σε μια συνέντευξή του στη βρετανική εφημερίδα Daily Telegraph, με τους εναπομείναντες Pink Floyd να μαθαίνουν τα νέα από εκεί. Φαίνεται έτσι ότι ούτε ο 21ος αιώνας θα βάλει φρένο στην αέναη μεταξύ τους διαμάχη, που βαστά ουσιαστικά από το 1985, αφού ο Waters δεν αποδέχτηκε ποτέ ότι οι υπόλοιποι τόλμησαν να συνεχίσουν το συγκρότημα δίχως εκείνον. Δεν πειράζει, όμως. Τέτοια σκηνικά υπενθυμίζουν ότι θεοί υπήρξαν μόνο μέσα στο στούντιο και πάνω στη σκηνή, όντας κατά τα λοιπά πολύ ανθρώπινοι. Ίσως και εκνευριστικά ανθρώπινοι.
Πηγή: athensvoice.gr