Με την απλή αναλογική οι έδρες που λαμβάνει κάθε κόμμα υπολογίζονται βάσει του ποσοστού που συγκεντρώνει στην επικράτεια. Για παράδειγμα, με την απλή αναλογική στην καθαρή μορφή της, αν ένα κόμμα στην Ελλάδα λάμβανε 10%, τότε θα έπαιρνε 30 έδρες -δηλαδή το 10% των 300 εδρών. Η βασική αρχή είναι ότι με την απλή αναλογική το πρώτο κόμμα -ή ένας συνασπισμός κομμάτων- θα πρέπει να πλησιάσει το 50% του συνόλου των έγκυρων ψήφων για να είναι σε θέση να σχηματίσει κυβέρνηση.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; «Κυβέρνηση θα μπορεί να σχηματιστεί εάν τα κόμματα τα οποία την απαρτίζουν έχουν ένα ποσοστό το οποίο ξεκινάει από 45% αν το 10% περίπου μείνει εκτός Βουλής. Και μπορεί να φτάσει μέχρι το 47%-48% εάν είναι μικρότερο το ποσοστό που θα μείνει εκτός Βουλής» σημείωσε, μιλώντας στην ΕΡΤ για την πρώτη Κυριακή των εκλογών, ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης, σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας.
Παρά ταύτα, η πιο ακριβής περιγραφή του συστήματος των προσεχών εθνικών εκλογών είναι «απλή αναλογική με όριο». Αυτό σημαίνει ότι θα εξακολουθήσει να ισχύει το όριο του 3% για την είσοδο των κομμάτων στη Βουλή, ενώ αυτό που έπαυσε να ισχύει με τον εκλογικό νόμο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι το μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα.
Η διαφορά της απλής από την ενισχυμένη αναλογική
Η ενισχυμένη αναλογική, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι το 2016 στην Ελλάδα, προέβλεπε ένα μπόνους 50 εδρών για το πρώτο κόμμα.
Ο νέος νόμος για τις εκλογές που πέρασε η ΝΔ τον Ιανουάριο του 2020 έφερε αλλαγές σε σχέση με το προηγούμενο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Συγκεκριμένα, με τον νόμο που θα ισχύσει για δεύτερες εκλογές 2023, αν το πρώτο κόμμα λάβει ποσοστό έως 25%, τότε θα λάβει μπόνους 20 εδρών. Οι υπόλοιπες 280 έδρες θα κατανεμηθούν αναλογικά.
Για κάθε επιπλέον 0,5%, το πρώτο κόμμα θα παίρνει μπόνους μία έδρα. Το μέγιστο μπόνους των 50 εδρών στις δεύτερες εκλογές του 2023 θα επιτευχθεί μόνο αν λάβει το 40% των έγκυρων ψήφων.