Ο σπουδαίος ερμηνευτής Τόνι Μπένετ, έπειτα από μια εμβληματική καριέρα δεκαετιών άφησε την Παρασκευή την τελευταία του πνοή σε ηλικία 96 ετών.
Η δημοσιογράφος Σίλβια Γουάινερ επιβεβαίωσε τον θάνατο του στο Associated Press, λέγοντας ότι ο Μπένετ πέθανε στη γενέτειρά του, Νέα Υόρκη. Δεν έχει αναφερθεί κάποια συγκεκριμένη αιτία για τον θάνατο του, σημειώνεται, όμως, ότι ο τραγουδιστής είχε διαγνωστεί με Αλτσχάιμερ το 2016.
Ο Μπένετ έλεγε συχνά ότι φιλοδοξία της ζωής του ήταν να δημιουργήσει «έναν κατάλογο από τραγούδια που θα γίνονταν επιτυχίες, παρά μια σειρά από πετυχημένους δίσκους». Κυκλοφόρησε περισσότερα από 70 άλμπουμ, κατακτώντας 19 Grammy και κέρδισε τον σεβασμό και τον θαυμασμό τόσο του μουσικού κοινού παγκοσμίως, όσο και της μουσικής βιομηχανίας συνολικά.
Κανένας έπαινος όμως δεν έφθανε αυτόν του ήρωα του Φρανκ Σινάτρα ο οποίος σε μια συνέντευξη στο περιοδικό Life το 1965 είπε: «Ο Τόνι ο καλύτερος τραγουδιστής. Με ενθουσιάζει όταν τον παρακολουθώ. Με συγκινεί. Είναι ο τραγουδιστής που περνάει αυτό που έχει στο μυαλό του ο συνθέτης, και ίσως και λίγο παραπάνω».
Η διαχρονικότητα, η ανθεκτικότητα του και η ερμηνευτική του προσέγγιση ήταν τέτοια που ο γεννημένος το 1926 Μπένετ σαγήνευε τις γενιές των Millenials και Generation Χ.
Ο Αντονι Μπενεντέτο, γιος Ιταλών μεταναστών ερμήνευσε στην 70χρονη καριέρα με συνέπεια το λεγόμενο «Great American Songbook», συνθέσεις των Κόουλ Πόρτερ, Οσκαρ Χάμερσταιν, Ντιουκ Ελινγκτον, Τζορτζ Γκέρσουιν, Τζερόμ Κερν και πολλών άλλων.
Η μεγάλη του επιτυχία ήρθε το 1951 με το πρώτο του Νο 1, «το Because of You». Οι επιτυχίες συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας με κομμάτια όπως το «Blue Velvet», «το Rags to Riches» και τραγούδιa που ερμήνευε ο Σινάτρα. Το «Rags to Riches» χρησιμοποιήθηκε αξιομνημόνευτα στους τίτλους αρχής του γκανγκστερικού έπους «Goodfellas» του Μάρτιν Σκορτσέζε το 1990.
Το 1962 έγινε σούπερ σταρ χάρη στην εκδοχή του τραγουδιού «I Left My Heart in San Francisco» με το οποίο ο γεννημένος στο Κουίνς Μπένετ, συνδέθηκε τόσο, που πολλοί είχαν την εντύπωση ότι είχε γεννηθεί στην συγκεκριμένη πόλη.
Ηταν από τους πρώτους λευκούς μουσικούς, μαζί με τον Σινάτρα, που εξέφρασαν την απέχθεια του για τις φυλετικές προκαταλήψεις. Ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Χάρι Μπελαφόντε να συμμετάσχει στην πορεία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ από τη Σέλμα στο Μοντγκόμερι το 1965 για τα δικαιώματα ψήφου και να τραγουδήσει για τους διαδηλωτές.
Πτώση και επιστροφή
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 αντιμετώπισε μια σειρά από προσωπικά προβλήματα, όπως το τέλος του δεύτερου γάμου του, πτώχευση και τον σοβαρό εθισμό του στα ναρκωτικά. Το 1969, υπέκυψε στις πιέσεις του νέου προέδρου της Columbia Records, Κλαιβ Ντέιβις, για να ηχογραφήσει τις δικές του εκδοχές σύγχρονων τραγουδιών – συμπεριλαμβανομένων των «Eleanor Rigby» και «Something« των Beatles. Η ιδέα αποδείχθηκε μουσική καταστροφή, ένας δίσκος που ο Μπένετ μετάνιωνε, όπως έλεγε, για όλη του την ζωή.
Το σημείο καμπής στη ζωή του ήρθε όταν ο Μπένετ προσέλαβε τον γιο του Ντάνι ως μάνατζέρ του. Αφησε πίσω του την Δυτική Ακτή και το Λας Βέγκας και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη όπου επανασυνδέθηκε με τον πιανίστα και μουσικό διευθυντή του Ραλφ Σάρον. Το 1986 το άλμπουμ του «The Art of Excellence», έγινε επιτυχία και έκτοτε δεν κοίταξε ποτέ πίσω.
Το 1993, ήταν παρουσιαστής, μαζί με δύο μέλη των Red Hot Chili Peppers, στα Video Music Awards του MTV. Την επόμενη χρονιά έδωσε μια ωριαία παράσταση για τη σειρά «Unplugged» του MTV και τον Ελβις Κοστέλο. Η ηχογράφηση της εκπομπής κέρδισε το Grammy για το άλμπουμ της χρονιάς.
Το 2014, σε ηλικία 88 ετών, ο Μπένετ έσπασε το δικό του ρεκόρ ως ο γηραιότερος εν ζωή ερμηνευτής με ένα άλμπουμ στο Νο. 1 του Billboard 200 chart για το «Cheek to Cheek» με τη Lady Gaga. Τρία χρόνια νωρίτερα, βρέθηκε στην κορυφή των charts με το «Duets II», στο οποίο συμμετείχαν σύγχρονοι αστέρες όπως η Gaga, η Κάρι Αντεργουντ και η Ειμι Γουάινχάους.