Την παράταση λειτουργίας των ηλεκτροπαραγωγικών λιγνιτικών μονάδων, τη ριζική αλλαγή της πολιτικής στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και την υποχρεωτική χωροθέτηση τους από τους Δήμους, όπως και την αναβάθμιση όλων των ηλεκτρικών δικτύων της χώρας, πρότεινε ο βουλευτής ΠΑΣΟΚ της Π.Ε. Κοζάνης Πάρις Κουκουλόπουλος μιλώντας από το βήμα της Βουλής κατά τη διάρκεια της συζήτησης των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, αποφάσεις που μπορούν και πρέπει να παρθούν στο πλαίσιο της Ενεργειακής Δημοκρατίας που θα συμβάλει στην αποτελεσματική αντιμετώπισε των συνεπειών της Κλιματικής Αλλαγής και την άρση των σημερινών ανισοτήτων στον τομέα της ενέργειας.
Ο κ. Κουκουλόπουλος άσκησε δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση, τονίζοντας πως «το εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα είναι ένα μονομερές σχέδιο εισαγωγής φυσικού αερίου για αντικατάσταση του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και δεν έχει καμιά σχέση με την κλιματική αλλαγή, χωρίς καμιά αναφορά στην εξοικονόμηση ενέργειας, τη μείωση των εκπομπών ρύπων στον κρίσιμο τομέα των μεταφορών και φυσικά καμιά αναφορά στον σιδηρόδρομο με ηλεκτροκίνηση, στις ράγες του οποίου βαδίζει όλη η Ε.Ε.»
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα «στην ενέργεια, να είμαστε η πιο εξαρτημένη χώρα της Ε.Ε, μετά τη Μάλτα και την Κύπρο, και στα χρόνια της Ν.Δ. η εξάρτηση αυτή ξεπέρασε ήδη το 80%.
Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό και διαχρονικό πρόβλημα καθώς η εισαγωγή καυσίμων επιβαρύνει δραματικά, με ένα διψήφιο ποσοστό, το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της πατρίδας μας.»
Στάθηκε ιδιαίτερα στην περίπτωση της Μονάδας Πτολεμαΐδα V, υπογραμμίζοντας ότι «η πιο σύγχρονη Μονάδα λιγνίτη της χώρας, ενώ θα έπρεπε να μπει σε εμπορική λειτουργία από το Δεκέμβριο του 2020, καθυστέρησε συνειδητά από την κυβέρνηση γιατί ήθελε να τη μετατρέψει σε Μονάδα φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να μην την έχουμε στη διάθεση μας κατά την ενεργειακή κρίση, κάτι που κόστισε σε επιδοτήσεις στον κρατικό προϋπολογισμό 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ, τουλάχιστον! Θα είχε, δηλαδή, αποσβεστεί η Μονάδα εάν είχε λειτουργήσει.»
Η εξυπηρέτηση του ολιγοπωλίου.
Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ αναφέρθηκε ακόμα στο γεγονός ότι με την ενεργειακή της πολιτική η κυβέρνηση ενδιαφέρεται μόνο για την προστασία του ολιγοπωλίου που έχει δημιουργηθεί με τις ευλογίες και την προστασία της, επισημαίνοντας πως «Η εμμονή και η επιμονή της κυβέρνησης με το Φ.Α. δεν είναι τυχαία, καθώς έτσι ευνοεί ένα συγκεκριμένο ολιγοπώλιο στον τομέα της ενέργειας. Είναι το ίδιο ολιγοπώλιο που για να το προστατεύσει, αρνούμενη επί ένα χρόνο να βάλει πλαφόν στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, δαπάνησε 8 δισεκατομμύρια ευρώ.
Στις 12 Αυγούστου 2022, η Κυβέρνηση έκλεισε τον ηλεκτρικό χώρο, δίνοντάς αυτόν στο ίδιο ολιγοπώλιο ενέργειας, με απλά λόγια σε πέντε οικογένειες όλες κι όλες, στερώντας με έναν πρωτοφανή τρόπο τη δυνατότητα παραγωγής από ΑΠΕ από χιλιάδες μικρομεσαίους επενδυτές, μεταξύ των οποίων ΤΟΕΒ και Συνεταιρισμοί με χιλιάδες μέλη.
Η Κυβέρνηση έχει μια εμμονή σε φαραωνικές εγκαταστάσεις όπως είναι αυτή των 2 gwattπου γίνεται στη Δυτική Μακεδονία χωρίς καμιά συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας.»
Ολοκληρώνοντας την κριτική του λέγοντας ότι «δεν είναι δική σας η χώρα, ούτε η γη και η ηλεκτρική ενέργεια για να την παραχωρείτε σε ξένους.»
Η ευθύνη χωροθέτησης των ΑΠΕ στους Δήμους.
Για τον κ. Κουκουλόπουλο και το ΠΑΣΟΚ η μόνη λύση για την αλλαγή της σημερινής απαράδεκτης κατάστασης είναι η εφαρμογή της Ενεργειακής Δημοκρατίας, μια λύση που και στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα απαντήσει πειστικά αλλά και θα δημιουργήσει και τις τόσο απαραίτητες και αναγκαίες συνθήκες ισότητας στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας.
Στο πλαίσιο της αυτό πρότεινε:
- Να επιμηκυνθεί το χρονοδιάγραμμα λειτουργίας των λιγνιτικών ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων, καθώς πρόκειται για μια εγχώρια πηγή ενέργειας
- Ν’ αλλάξει ριζικά η πολιτική στις Α.Π.Ε.
- Να αναβαθμιστούν όλα τα δίκτυα
Ιδιαίτερα, σε ό,τι αφορά τις Α.Π.Ε. ο κ. Κουκουλόπουλος ζήτησε «η χωροθέτηση τους να γίνεται υποχρεωτικά από τους Δήμους και το 50% της παραγόμενης ενέργειας τους να εξυπηρετεί τις ανάγκες δημοτικών επιχειρήσεων, όπως, για παράδειγμα, των Δ.Ε.Υ.Α. που το 80% τους σήμερα είναι υπερχρεωμένες και αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης, τις ανάγκες των αγροτών, των κοινωνικά ευάλωτων πολιτών, των ενεργειακών κοινοτήτων και των μικρομεσαίων επενδυτών.Σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο 50%, χρειάζεται να ληφθεί μέριμνα για την ελληνική βιομηχανία, καθώς δεν είναι δυνατόν τα διμερή συμβόλαια να μην έχουν προχωρήσει όλα αυτά τα χρόνια και να μένει απροστάτευτη στην κρίση όση βιομηχανία μας έχει απομείνει.»