Ο Ναός της Αφαίας είναι ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα, που μπορεί κανείς να δει στο νησί της Αίγινας. Έχει χτιστεί πάνω σε λόφο 160 μ, περιτριγυρίζεται από πεύκα και ξεχωρίζει για τη μοναδική ενέργειά του.
Από τους Προϊστορικούς κιόλας χρόνους (1300 π.Χ.) αποτελούσε έναν μοναδικό τόπο λατρείας. Το ιερό του όμως ήκμασε κατά τους Αρχαϊκούς Χρόνους, όταν οικοδομήθηκαν στην ίδια θέση τρεις ναοί με τον τελευταίο στη σειρά να διατηρείται μέχρι σήμερα.
Ο Ναός είναι τοποθετημένος σε απόσταση 15 χλμ. από την πρωτεύουσα της Αίγινας (2 χλμ ανατολικά του Μεσαγρού) και χτίστηκε το 500- 490 π.Χ. πάνω σε προηγούμενο ναό, ο οποίος υπέστη καταστροφές έπειτα από πυρκαγιά γύρω στο 510 π.Χ. Οι Αιγινήτες λοιπόν αποφάσισαν να τον γκρεμίσουν- διατηρώντας όμως την πύλη και τον μεγάλο βωμό- και να ξανακτίσουν έναν καινούργιο που θα απεικονίζει τα γλυπτά της «Αιγινήτικης» Σχολής. Ο νέος ναός πήρε την τελική του μορφή το 500 π.Χ. και αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα αρχαϊκής αρχιτεκτονικής.
Ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης λέγεται ότι στηρίχθηκαν σε αυτό το πρότυπο ναού, προκειμένου να σχεδιάσουν αργότερα τον Παρθενώνα.
Η αρχιτεκτονική του Ναού της Αφαίας
Ο συγκεκριμένος ναός είναι δωρικός περίπτερος, κατασκευασμένος από τοπικό πωρόλιθο (το υλικό των αετωμάτων είναι παριανό μάρμαρο) και αποτελεί τομή για την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, αφού εγκαταλείπονται οι επιμήκεις αναλογίες των αρχαϊκών ναών. Αντί για 6 κίονες στις στενές και 15 στις μακριές πλευρές του, οι αναλογίες του ναού της Αφαίας πλησιάζουν πολύ τις αναλογίες των κλασικών ναών με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 12 κίονες στις μακρές του πλευρές.
Ένα ακόμα στοιχείο της αρχιτεκτονικής, γεωμετρίας, τεχνικής και φυσικής του αφορά στις εξωτερικές κολώνες οι οποίες έχουν μία ελαφριά κλίση προς τα μέσα και στις κολώνες που βρίσκονται στις γωνίες που είναι κάπως πιο παχιές από τις υπόλοιπες. Σήμερα σώζονται 24 από τις 32 κολώνες του.
Από πού πήρε το όνομά του
Το ιερό ήταν αφιερωμένο στη θεότητα Αφαία. Ο Ναός της Αφαίας αναφέρεται από τον περιηγητή Παυσανία το 2ο μ.Χ. αιώνα, που ταυτίζει την Αφαία με την κρητική θεά Βριτόμαρτις – Δίκτυννα, κόρη του Δία και της Κάρμης. Σύμφωνα με το μύθο, ο Μίνωας, ο βασιλιάς της Κρήτης, ερωτεύθηκε τη Βριτόμαρτη, την κυνηγούσε κι εκείνη για να κρυφτεί έπεσε στη θάλασσα, όπου πιάστηκε στα δίχτυα ψαράδων που την ανέβασαν στο καράβι τους. Και εκεί όμως ένας ναύτης την ερωτεύτηκε και για να γλιτώσει έπεσε στη θάλασσα και βγήκε στο νησί της Αίγινας, από όπου έτυχε να περνάει το καράβι. Η Βριτόμαρτη συνέχισε να ψάχνει να κρυφτεί και τελικά κατέληξε στον απομακρυσμένο αυτό λόφο της Άρτεμης όπου η θεά την εξαφάνισε. Όταν πήγαν να την ψάξουν βρήκαν στη θέση της ένα άγαλμα το οποίο ονόμασαν Αφαία (Αφαία = άφαντη). Στη θέση αυτή οι Αιγινήτες ίδρυσαν ένα ιερό προς τιμήν της και έχτισαν τον περίφημο ναό της Αφαίας – αργότερα η θεά Αφαία ταυτίστηκε με την Αθηνά κι έτσι ο ναός πήρε το όνομα της Αφαίας Αθηνάς.
Τα διάσημα αετώματά του
Ο ναός της Αφαίας ήταν ιδιαίτερα γνωστός από την αρχαιότητα για τα αετώματα, τα οποία κοσμούσαν και τις δύο στενές πλευρές του. Τα γλυπτά των αετωμάτων ήταν πολύχρωμα και είχαν δημιουργηθεί από παριανό μάρμαρο, με θεματολογία παρμένη από τον Τρωικό Πόλεμο, στον οποίο διακρίθηκαν Αιγινήτες πολεμιστές κι απόγονοι του βασιλιά του νησιού Αιακού. Παρούσα και στα δύο αετώματα είναι η Αθηνά, ως η κεντρική μορφή.
Οι Αιγινήτες πρόβαλαν το νησί τους ως πατρίδα του γένους του Αιακού. Κατά τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. λοιπόν, περίοδο που η Αίγινα απειλούνταν από τους Αθηναίους, οι Αιγινήτες αποφάσισαν την αλλαγή των αετωμάτων για να τονίσουν την καταγωγή τους από τον Αιακό και φυσικά τα κατορθώματά τους.
Το ιερό της Αφαίας δεν διατηρήθηκε για μεγάλο διάστημα. Μετά την αθηναϊκή επιβολή στην Αίγινα από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. το ιερό άρχισε να παρακμάζει και προς το τέλος του 2ου αι. π.Χ. ο χώρος είχε πια εγκαταλειφθεί και έκτοτε σώζεται όπως τον βλέπουμε σήμερα.
Οι πρώτες ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν το 1811 από τον αρχιτέκτονα Ch. R. Cockerell και το φίλο του βαρόνο von Hallerstein, που επισκέφθηκαν το χώρο κι ανέσκαψαν τα γλυπτά των αετωμάτων. Στη συνέχεια μετέφεραν τα γλυπτά στην Ιταλία και από εκεί το 1828 κατέληξαν στο Μόναχο, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα και εκτίθενται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.
Συστηματική ανασκαφή του μνημείου πραγματοποιήθηκε από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο το 1901, υπό την εποπτεία των Ad. Furtwangler και H. Thiersch αλλά και αργότερα, το 1964-1981, του D. Ohly. Τα έτη 1956-1957 οπότε και έγιναν αναστηλωτικές εργασίες από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα.
Λέγεται ότι ο Ναός της Αφαίας με τον Παρθενώνα και το Ναό του Σουνίου αποτελούν ένα νοητό ισοσκελές τρίγωνο (το ιερό τρίγωνο της αρχαιότητας, που οι αρχαίοι Έλληνες φρόντιζαν να τηρούν όταν πρόκειται για την αρχιτεκτονική και ενέργεια ενός ναού). Όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, υπάρχει ορατότητα μεταξύ των τριών αυτών ναών που λέγεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ως μέσο ενημέρωσής τους σε περίπτωση επίθεσης από εχθρό.