Ανάμεσα σ’ αυτές τις λαϊκές τέχνες προέχουσα θέση κρατάει η κεντητική και είναι γνωστά τα αριστουργηματικά εκείνα κεντήματα οι λεγόμενοι “τσεβρέδες” που φιλοτεχνούσαν οι Ελληνίδες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης και που ξεχωρίζουν φανερά απ’ όλα τ’ άλλα ελληνικά κεντήματα. Η διαφορά βρίσκεται βασικά στο αισθητικό μέρος, αφού τα Μικρασιατικά και Θρακικά κεντήματα θυμίζουν Ανατολή. Κι αυτό είναι φυσικό, αφού το Βυζάντιο περιελάμβανε στα όρια του τόσες ανατολικές περιοχές, όπου, οι Έλληνες κάτοικοι, δέχτηκαν ποικίλες επιρροές, σε κάθε εκδήλωση τού κοινωνικού τους βίου.
Ο βαθμός των επιδράσεων αυτών καθώς και το μέγεθος τής αφομοιωτικής δύναμης του ελληνικού στοιχείου, είναι ένα άλλο θέμα, που ξεφεύγει απ’ τα όρια του μικρού αυτού εισαγωγικού σημειώματος. Σ’ ότι, όμως, αφορά τα κεντήματα, μπορούμε να πούμε πως οι Ελληνίδες κεντήστρες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης εναπόθεσαν πάνω στις δημιουργίες τους ένα ύφος, που αποπνέει ατμόσφαιρα ανατολική-βυζαντινή-κλασσική ελληνική. Η λέξη “τσεβρές” είναι τουρκική και σημαίνει: κύκλος, περίγυρος, τριγύρισμα, τελικά, εργόχειρο. Κι αυτά τα εργόχειρα ήταν φτιαγμένα κυρίως πάνω σε τετράγωνα και ορθογώνια σχήματα.
Σύμφωνα με μια άποψη, η λέξη τσεβρές = κύκλος, προέρχεται από το γυρίνι, και, μ’ αυτό, οι Βυζαντινοί υποδηλούσαν τον κεφαλόδεσμο, που στις δυο του άκριες είχε κεντήματα. “Ξεκίνησε λέει η Αθηνά Κερεστετζή σαν στοιχείο ενδυματολογικό και κατέληξε να είναι στοιχείο διακοσμητικό. Φαίνεται, όμως, ότι εκείνο που αποδεικνύει την ελληνική προέλευση του τσεβρέ, είναι η χαρακτηριστική του βελονιά: μια βελονιά διπρόσωπη που δημιουργεί δύο ίδιες επιφάνειες κι από τις δυο πλευρές του υφάσματος. Έτσι κεντούσαν στο Βυζάντιο τα αυτοκρατορικά άμφια. Πρέπει λοιπόν το μακρόστενο κεντημένο πανί που συναντάμε στις μέρες μας να είχε κάποια σχέση με τα κεντημένα βυζαντινά άμφια”.Φυσικά και οι γυναίκες της Τουρκίας κεντούσαν και κεντούν παρόμοια κεντήματα, άλλα η διαφορά ανάμεσα στα ελληνικά και στα τούρκικα εργόχειρα είναι οφθαλμοφανής.
Τα ελληνικά, Μικρασιατικά και Θρακικά, κεντήματα διακρίνονται από μια φιλόκαλη και πειθαρχημένη λιτότητα κι έχουν έκτυπη πάνω στα μοτίβα τους, τα κεντημένα με χρωματιστές και χρυσές κλωστές, μιαν ευαισθησία, ενώ καλλιτεχνική τους εμφάνιση αναδίνει μια λυρική διαύγεια κι είναι εκφραστική της λεπτής τέχνης και της καλαίσθητης διάθεσης της Ελληνίδας κεντήστρας. Αντίθετα, οι τούρκικοι τσεβρέδες, ξεχωρίζουν γιατί είναι βαρυφορτωμένοι με δυνατά χρώματα μεσ’ στα οποία πλεονεκτεί το έντονο χρυσό, χρώμα.
Τα παραδοσιακά Μικρασιατικά και Θρακικά κεντήματα είχαν πάντα τη λειτουργικότητα τους μέσ’ στο σπίτι, μέσα στον κοινωνικό ελληνικό βίο. Άλλα κεντήματα στολίζανε τους καναπέδες και τους τοίχους κι άλλα ανταποκρίνονταν σε καθαρά ανθρώπινες, σε οικογενειακές ανάγκες. Λόγου χάρη, όταν ήταν να παντρευτεί μία κοπέλλα, έπρεπε απαραίτητα μέσα στην προίκα της να υπάρχουν και αρκετά κεντήματα, που, συνήθως, η ίδια τα είχε φιλοτεχνημένα. Τα κεντήματα αυτά (μαντήλες, προσόψια κ.ά.) δίνονταν και σαν γαμήλια δώρα της νύφης στα μέλη της οικογένειας του γαμπρού. Η διακοσμητική θεματολογία των κεντημάτων δεν εκτείνεται πέρα απ’ το φυτικό κόσμο. Κλαδιά διαφόρων δένδρων, λουλούδια, κουκουνάρια, φυτά σε γλάστρα, σταφύλια κι αμπελόφυλλα, χαράζουν τα πλαίσια μέσ’ στα οποία κινήθηκε η έμπνευση και ή καλλιτεχνική αναζήτηση της Ελληνίδας κεντήστρας. Τα θέματα αυτά ήταν, πάντα, ιδιαίτερα αγαπητά στην Ανατολή.
Πηγή mikrasiatis.gr