η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε πρόταση κανονισμού σχετικά με τη διαβίβαση ποινικών δικογραφιών μεταξύ των κρατών μελών. Η αύξηση του διασυνοριακού εγκλήματος έχει οδηγήσει σε όλο και περισσότερες υποθέσεις στις οποίες περισσότερα κράτη μέλη έχουν δικαιοδοσία να ασκήσουν δίωξη για την ίδια υπόθεση. Οι παράλληλες ή πολλαπλές διώξεις μπορεί να είναι αναποδοτικές και αναποτελεσματικές, αλλά και πιθανώς επιζήμιες για τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, καθώς κανένα πρόσωπο δεν επιτρέπεται να διώκεται ούτε να τιμωρείται δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη.
Ως εκ τούτου, η εν λόγω πρόταση θα συμβάλει στην πρόληψη της επανάληψης των διαδικασιών και στην αποφυγή περιπτώσεων ατιμωρησίας σε περίπτωση άρνησης παράδοσης βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Επιπλέον, θα συμβάλει στη διασφάλιση της διεξαγωγής των ποινικών διαδικασιών στο πλέον κατάλληλο κράτος μέλος, για παράδειγμα, στο κράτος στο οποίο τελέστηκε το μεγαλύτερο μέρος του εγκλήματος. Οι εν λόγω κοινοί κανόνες θα περιλαμβάνουν:
- κατάλογο κοινών κριτηρίων για τη διαβίβαση δικογραφιών, καθώς και τους λόγους άρνησης διαβίβασης δικογραφιών·
- προθεσμία για τη λήψη απόφασης σχετικά με τη διαβίβαση της δικογραφίας·
- κανόνες σχετικά με τα έξοδα μετάφρασης και τα αποτελέσματα της διαβίβασης δικογραφιών·
- υποχρεώσεις όσον αφορά τα δικαιώματα των υπόπτων και των κατηγορουμένων, καθώς και των θυμάτων·
- κανόνες σχετικά με τη χρήση του διασυνοριακού ψηφιακού διαύλου επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών.
Προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας διαβίβασης, ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχει επίσης διατάξεις για τη δικαιοδοσία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αναμένεται να μειώσει το επίπεδο κατακερματισμού, να παράσχει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και, τελικά, να αυξήσει τον αριθμό των ποινικών δικογραφιών που διαβιβάζονται επιτυχώς.
Επόμενα βήματα
Ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει τώρα να συζητηθεί και να συμφωνηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πριν τεθεί σε ισχύ.
Ιστορικό
Επί του παρόντος, τα κράτη μέλη της ΕΕ διαβιβάζουν μεταξύ τους ποινικές δικογραφίες με βάση διάφορες νομικές πράξεις και όχι ένα ενιαίο νομικό πλαίσιο σε ολόκληρη την ΕΕ. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη διαβίβαση των ποινικών δικογραφιών, της 15ης Μαΐου 1972, κυρώθηκε και εφαρμόστηκε μόνον από 13 κράτη μέλη. Τα περισσότερα κράτη μέλη βασίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων του 1959 (άρθρο 21), σύμφωνα με την οποία οι διαβιβάσεις δεν ρυθμίζονται σε μεγάλο βαθμό και βασίζονται στο εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη υπέγραψαν συμφωνία για τη διαβίβαση ποινικών δικογραφιών ήδη από το 1990, αλλά δεν έχει τεθεί σε ισχύ.
Το μέτρο για τη διαβίβαση δικογραφιών βρίσκεται υπό συζήτηση από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία άλλαξε τον τρόπο παρουσίασης και έγκρισης των κανόνων της ΕΕ στον τομέα του ποινικού δικαίου. Η εν λόγω πρόταση υλοποιεί τους στόχους που ορίζονται στη στρατηγική της ΕΕ για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, η οποία τονίζει ότι η διαβίβαση ποινικών δικογραφιών αποτελεί σημαντικό εργαλείο που θα ενισχύσει την καταπολέμηση των εγκληματικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στα κράτη μέλη σε ολόκληρη την ΕΕ.
Δεδομένου ότι η πρόταση αφορά διασυνοριακές διαδικασίες, όπου απαιτούνται ενιαίοι κανόνες, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση κανονισμού, που ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος και είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του. Επομένως, εγγυάται την κοινή εφαρμογή των κανόνων σε ολόκληρη την ΕΕ και την ταυτόχρονη έναρξη ισχύος τους. Παρέχει ασφάλεια δικαίου αποφεύγοντας το ενδεχόμενο διαφορετικών ερμηνειών στα διάφορα κράτη μέλη και αποτρέπει έτσι τον νομικό κατακερματισμό. Η πρόταση της Επιτροπής θα συμβάλει στην αποδοτική και ορθή απονομή ποινικής δικαιοσύνης στα κράτη μέλη.