Η μυρωδιά είναι επιθετική, σχεδόν αφόρητη. Καμένο λάστιχο, καυσαέρια, λάδια, αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ο ήχος ακόμα πιο επιβλητικός. Μια παλιά, καλολαδωμένη μηχανή να μουγκρίζει, κόσμος να φωνάζει, χειροκροτήματα να μπλέκονται με κάποια επιφωνήματα φόβου. Ανάμεσα σε όλα αυτά και ορισμένοι περίεργοι πιστοί που σταυροκοπιούνται φοβισμένοι. Τα πανηγύρια της Βορείου Ελλάδας, πάντα είχαν μια μικρή γωνιά αδρεναλίνης, ανάμεσα στις λιχουδιές και τα παζάρια: Ο Γύρος του Θανάτου, σε πείσμα της αποστειρωμένης εποχής, είναι ακόμα ζωντανός.
Παλιότερα, όταν η εποχή ήταν λιγότερο ασφαλής, περισσότερο ριψοκίνδυνη, ίσως και ανεύθυνη, σε κάθε πανηγύρι της δεκαετίας του ’60 και του ’70 υπήρχαν δυο και τρία show με πομπώδεις ονομασίες για τον θάνατο και τον ίλιγγο, που τελειοποιούσαν μανιασμένα το θέαμα για τις ανάγκες του ανταγωνισμού. Πλέον, το show αργοπεθαίνει. Ορισμένοι όμως, αντιστέκονται. Το «βαρέλι» είναι μια αργκό έκφραση, για να συνεννοούνται οι γνώστες του χώρου. Το βάθος του είναι 5,5 μέτρα. Η διάμετρος του, δέκα. Στην κορυφή του, έχει πρόχειρες εξέδρες, όπου ο κόσμος ρίχνει φοβισμένες ματιές σε μια μηχανή που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την φυγόκεντρο δύναμη. Αδρεναλίνη ξεχείλιζε από την ξύλινη, τριμμένη και λειαμένη από τον χρόνο και τις ροδιές επιφάνεια του. Στην Ελλάδα, έχουν μείνει μόνο δυο. Εκτός από το «βαρέλι», άλλη μια έκφραση αργκό είναι και το «χαρτί». «Χαρτί» είναι τα λεφτά. Όχι πολλά, συνήθως τέσσερα ευρώ το κεφάλι για την είσοδο στον «Γύρο του Θανάτου». Σίγουρα όμως περισσότερα από τα υπόλοιπα θεάματα. Το περισσότερο «χαρτί» στα πανηγύρια, το μαζεύει ακόμα και σήμερα, αυτό το σχεδόν παράλογα ριψοκίνδυνο άθλημα.
Βαρέλια, υπάρχουν και στην Ευρώπη. Η διαφορά όμως είναι μεγάλη και εστιάζεται στην ασφάλεια. Εκείνα, δεν είναι κατασκευασμένα τελείως κάθετα στο έδαφος όπως τα ελληνικά. Εκεί, οι ακροβάτες εκεί λαμβάνουν όσο περισσότερα μέτρα ασφαλείας σε μια κακή εκτίμηση των νόμων της Φύσης, μπορεί να μην χτυπήσουν, απλά να καταστρέψουν το νούμερο. Στην Ελλάδα, η προοπτική της ασφάλισης, είναι κάπως σαν ανέκδοτο για τους μύστες του είδους. Καμιά ασφαλιστική δεν έχει τολμήσει να ασφαλίσει τους ακροβάτες, λόγω της επικινδυνότητας του επαγγέλματος τους. Είναι μια δύσκολη δουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει.
Ο Βαγγέλης Ανδρέου είναι ένας εξ’ αυτών. Βετεράνος της μηχανοκίνητης ακροβασίας, ιδιοκτήτης του ενός εκ των δυο ενεργών «βαρελιών» στην Ε
Η ερώτηση είναι αυθόρμητη: «Γιατί;». Γιατί ριψοκινδυνεύει σε κάθε πανηγύρι της Κοζάνης, του Άργους της Καστοριάς, της Καρδίτσας, της Λάρισας, της Κατερίνης, της Θράκης, της Δράμας και του Πολύγυρου Χαλκιδικής την σωματική του ακεραιότητα. Γιατί για μια αμφιλεγόμενη καλλιτεχνική διάσταση, φεύγει από το σπίτι του, χωρίς να ξέρει πώς ακριβώς θα γυρίσει;
Δεν είναι (μόνο) η δόξα. Δεν είναι τα λεφτά. «Είναι μια ζωή δύσκολη, μακριά από την οικογένεια σου, τους φίλους, το σπίτι σου. Μια νομαδική ζωή με συνεχείς μετακινήσεις, κούραση, κρύο και μοναξιά. Μόνο και μόνο η συναρμολόγηση του βαρελιού, μέσα σε βροχές και κρύα είναι μια κουραστική ρουτίνα». Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που στροβιλίζεται καθημερινά σε μια παράλογη για τους νόμους της Φυσικής στάση, να γκρινιάζει για ρουτίνα; «Ο κίνδυνος των τραυματισμών υπάρχει. Μετά από λίγο όμως συνηθίζεις τον φόβο, μαθαίνεις να ζεις για αυτόν. Και δεν σε κουράζει καθόλου». Τότε ποιός είναι ο λόγος που ακόμα και σήμερα επιβιώνει αυτό το παράτολμο παιχνίδι; «Σίγουρα όχι τα λεφτά. Δεν είναι αρκετά και ακόμα και αν ήταν, δεν θα άξιζαν για κάτι τόσο ριψοκίνδυνο. Το κίνητρο για να παραμείνουμε ακροβάτες στη δουλειά αυτή, είναι μόνο η τρέλα. Ίσως και το κόλλημα.» Σίγουρα και το κόλλημα.
Υπήρξε μια εποχή, όπου το θέαμα του «Γύρου του Θανάτου» ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή σε κάθε πανηγύρι. Ο καιρός αλλάζει, το ενδιαφέρον στρέφεται σε άλλα θεάματα, πιο ασφαλή, λιγότερο ρυπογόνα, ίσως και πιο φιλικά προς το αυτί. Πλέον, η ζωή του περιπλανώμενου ακροβάτη ξεκινά τον Μάιο και τελειώνει στις αρχές Νοέμβρη, μόλις οι καιρικές συνθήκες, κάνουν το βαρέλι, πολύ γλιστερό για τις ρόδες της μηχανής.
Η ομάδα του Βαγγέλη, ονομάζεται Acroteam και αποτελείται από ακόμη δύο ακροβάτες, τον Κώστα και τον Παναγιώτη, τους δύο μαθητευόμενους του. Κατά καιρούς εμφανίζονται και άλλοι επίδοξοι ακροβάτες, συνήθως όμως συνειδητοποιούν την ματαιότητα της τέχνης, δεν αντέχουν στις δύσκολες συνθήκες και γρήγορα εγκαταλείπουν. Ο Βαγγέλης, ο star του θεάματος, ήταν κάποτε και αυτός ένας μαθητευόμενος ακροβάτης. Και από μικρός, ονειρευόταν να αποκτήσει το δικό του βαρέλι. Δέκα χρόνια και εκατομμύρια στροβιλισμούς κόντρα στην ισορροπία του κεφαλιού, κατάφερε να αγοράσει ένα μεταχειρισμένο. Μαζί του, αγόρασε και την ιστορία του, που κουβαλάει τους θρύλους του παρελθόντος.
Με εμφάνιση αινιγματική, επιβλητική και επιθετική, μαύρο φόντο και κόκκινες ζωγραφιστές φλόγες να το περιτυλίγουν, στέκεται στην άκρη κάθε πανηγυριού, μαζεύοντας ακόμα και σήμερα το περισσότερο «χαρτί». Κάποτε, λέγεται πως το συγκεκριμένο βαρέλι είχε ταξιδέψει με τον θρύλο των ακροβατικών, Ηλία Διαμαντόπουλο μέχρι την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Το να βρεις την ιστορία του, είναι πιο εύκολο από το να το στήσεις. Το συγκεκριμένο παλιό σκαρί, αποτελείται από εκατοντάδες κομμάτια που πρέπει να ταιριάξουν προσεκτικά στην συναρμολόγηση τους για την ασφάλεια των θεατών και των ακροβατών. Η αποσυναρμολόγηση, είναι εξίσου κουραστική εμπειρία.
Για να πειστεί ο κόσμος, πως εδώ το show είναι πραγματικό, πρώτα εμφανίζονται τα προκαταρτικά. Μια μικρή πρόγευση δίνεται σε μια εξέδρα έξω από το βαρέλι, σε κοινή θέα για να καταλάβει ο κόσμος πως τα τέσσερα ευρώ το κεφάλι, πράγματι αξίζουν. Αυτό επαναλαμβάνεται δύο ή τρεις φορές πριν την κανονική παράσταση για να συγκεντρωθεί ικανοποιητικός αριθμός θεατών. Στη συνέχεια αρχίζει η παράσταση κάτω από τον εκκωφαντικό ήχο των κινητήρων και της γλαφυρής αναμετάδοσης του σπίκερ. Το βαρέλι αρχίζει να πάλλεται επικίνδυνα κάθε φορά που περνά η μηχανή από μπροστά, οι κραδασμοί τραντάζουν το κορμί σου. Οι ακροβάτες εναλλάσσονται και όσο η παράσταση προχωράει τα νούμερα δυσκολεύουν, κάποια από αυτά γίνονται με κλειστά τα φώτα, τα χειροκροτήματα πληθαίνουν, κραυγές θαυμασμού, καυσαέρια, σφυρίγματα, πανηγυρισμοί και σταυροκοπήματα συμπληρώνουν την επιβλητική ατμόσφαιρα. Στο τέλος, ο Βαγγέλης οδηγεί την XT YAMAHA του στα τοιχώματα του βαρελιού με τα χέρια ψηλά, μακριά από το τιμόνι, πανηγυρίζοντας όρθιος στη μηχανή με δεμένα τα μάτια. Το πλήθος εκστασιάζεται, τα ντεσιμπέλ εκτινάσσονται, η μηχανή υποτάσσεται στον κύριό της, η μαγεία της στιγμής πλημμυρίζει τα ξύλα της σκηνής.
Το βαρέλι του «Γύρου του Θανάτου» είναι ένα απομεινάρι μιας ξεχασμένης εποχής ρίσκου, ερασιτεχνισμού και αθωότητας, που παραμένει ζωντανό χάρη στους ρομαντικούς εραστές του ιλίγγου. Δεν είναι το πιο ασφαλές πράγμα στον κόσμο. Σπάνια όμως η ασφάλεια ήταν ένα ενδιαφέρον θέμα.